spot_img
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
spot_img

Το τρίτο τσιγάρο…

|

Αν νομίζετε συνάδελφοι, ότι ο καλύτερος φίλος του κυνηγού είναι ο κολλητός και ομοιοπαθής του ή ότι είναι ο τετράποδος σύντροφος, πλανάστε πλάνη οικτρά. Και μην χαλάτε φαιά ουσία για το ποιος είναι, δεν είναι καθόλου δύσκολο να το βρείτε…

Γιατί ποιος άλλος συντροφεύει καλύτερα στη μοναξιά, στις ατέλειωτες ώρες του καρτεριού; Ποιος ξεθολώνει το μυαλό τις ζόρικες στιγμές; Και ποιος εκτονώνει τα νεύρα και αποδιώχνει το άγχος της άστοχης τουφεκιάς; Το τσιγάρο φίλοι μου! Ο ψιλόλιγνος μικρός κύλινδρος, που σαν ανάψει γίνεται καπνός και δαχτυλίδια, όνειρο και παρηγοριά. Αν δεν έχετε καπνίσει ποτέ, δύσκολα να το πιστέψετε. Μα όσοι έχουν κάψει χείλια και μάγουλο στην ξαφνική τουφεκιά, όσοι δεν το έχουν αναθεματίσει μία τέτοια στιγμή, για να ζητήσουν συγχώρεση αμέσως μετά, με καταλαβαίνουν απόλυτα.

Ο Αντωνάκης γεννημένος στου Ψυρρή, αλλά με Ρουμελιώτικη καταγωγή, βάλθηκε, σαν πρωτόπιασε τουφέκι, να γίνει λαγοκυνηγός.

-”Έχω τα αίματα και το πάθος του παππού μου”, διατυμπάνιζε σε συγγενείς και φίλους και πράγματι ο παππούς (θάτανε 12 χρονών ο Αντωνάκης, όταν εκείνος άφησε χρόνους και κληρονομιά το τουφέκι), ήταν λαμπρός λαγάς, ο καλύτερος στο Σεβεδίκο, το σημερινό Δωρικό Φωκίδας, απ’ όπου κρατούσε η σκούφια του Αντωνάκη. Άντρακλας με τα όλα του ο παππούς Αντώνης, σαν τον ομώνυμο ήρωα του λατομείου στο μαρτυρικό Μαουτχάουζεν του Ιάκωβου Καμπανέλη, χάρισε το όνομα στον εγγονό, μα όχι και την θωριά του, εξ ου και το υποκοριστικό Αντωνάκης.

Όμως οι περιγραφές για τα κυνηγετικά κατορθώματα του παππού, τον στοιχειώνανε, και ήθελε να γίνει ανώτερος, να ξεπεράσει την φήμη του προγόνου του και μάλιστα σε πείσμα όλων άφησε “τσιγκελωτό” μουστάκι, όπως εκείνος. Είχε όμως και το κουσούρι του ο Αντωνάκης -και αλήθεια ποιος από μας δεν κουβαλάει κάτι στραβό-, που δεν ήταν άλλο από το τσιγάρο. Δεκατριών χρονών τόβαλε στο στόμα και θάχε καπνίσει τον μισό Κεράνη, στην δούλεψη του οποίου ήταν από τα 16 του.

“Πως θα ανέβεις στο βουνό, τάχεις κάψει τα πνευμόνια σου, θα μείνεις ξερός στις ανηφοριές”, του έλεγαν οι φίλοι του.

-“Γιατί ο γέροντας δεν κάπνιζε από τα μικράτα του, από το τσιγάρο πήγε;”, απαντούσε στα ειρωνικά και πικρόχολα σχόλια.

“Σωστά τα λες Αντωνάκη, αλλά εκείνος περπατούσε, όχι σαν εσένα που αγκομαχάς να φθάσεις στην Ομόνοια”.

Αυτά και πολλά άλλα ήταν τα πειράγματα, διόλου όμως δεν κλόνιζαν τα πιστεύω του ήρωα μας. Αντιθέτως τον πεισμάτωναν και περίμενε την έναρξη για να αποδείξει τα δίκια του. Έπλαθε μάλιστα όνειρα για το που θα καλλίγωνε τον λαγό. Στον κακοτράχαλο Πίρνο ή χαμηλά στα αμπέλια και στα περιβόλια στο Κάλλιο. Στις 10 του Σεπτέμβρη πήρε άδεια τρεις εβδομάδες. Θα πήγαινε νωρίτερα στο χωριό, να βολιδοσκοπήσει τον τόπο, αλλά και να μάθει από τους εν ζωή μπαρμπάδες του, που θα ήταν πιο βολικό να ξεφωλιάσει τον αφτιά.

Μαζί του, εκτός από το όπλο, τα φυσίγγια και τις αλλαξιές, πήρε και ένα χαρτόδεμα γεμάτο με πακέτα τσιγάρα. Δεν ήταν εύκολο να τα βρεις στο χωριό. Από την ώρα που άνοιγαν τα σχολεία, 15-20 νοματαίοι έμεναν, κι αυτοί ήταν άκαπνα γερόντια. Έμεινε στο σπίτι της θείας, αδελφής της μάνας του, και βολεύτηκε στο καθιστικό με το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι, τον καναπέ και τις δύο ντιβανοκασέλες. Καλόφαγε, καλοκοιμήθηκε και έμαθε ότι ο κρυφός πόθος του θα εκπληρώνονταν καλύτερα στον Πίρνο, που την κάθε σπιθαμή του γνώριζε ο γερο-Τζακ, το ημίαιμο του καφετζή που θα έπαιρνε μαζί του.

Την παραμονή το απόγευμα πριν φύγει για το καφενείο, του είπε η θειά:

-“Αντωνάκη θα σου στρώσω απόψε στον καναπέ, γιατί νύχτα ακόμα και πριν σηκωθείς, θα βράσω το γάλα και θα απλώσω το πλιγούρι στα ντιβάνια να στεγνώσει. Βλέπεις ο τραχανάς είναι παραγγελία της μανούλας σου”.

Αλλά τι τον ένοιαζαν οι δουλειές της θείας τον Αντωνάκη; Αυτός είχε μεγάλα σχέδια για το πρωινό που θα ξημέρωνε. Ξάπλωσε κάπνισε το τελευταίο τσιγαράκι και πριν χαθεί στην αγκαλιά του Μορφέα, μία μόνη σκέψη πρόλαβε να κάνει. Να μην ξεχαστεί να πάρει μαζί του καινούργιο πακέτο. Από το κρεβάτι τον πέταξε η κραυγή της θειάς, που αντήχησε σαν κεραυνός στο μικρό κουζινάκι. Έντρομος σαλτάρισε τα τρία μέτρα που τον χώριζαν από τον καναπέ και αντίκρισε ένα θέαμα που του έκοψε τα πόδια. Το καζάνι με το βραστό γάλα είχε φύγει από τα χέρια της θειάς και είχε χυθεί πάνω στην χαρτόκουτα με τα τσιγάρα. Πώς βρέθηκε η κούτα στο κουζινάκι; Την είχε μεταφέρει πρόχειρα η γερόντισσα, για να στρώσει τον καναπέ, αλλά και να βάλει καθαρά σεντόνια στις ντιβανοκασέλες για το άπλωμα του τραχανά. Με βιάση ο Αντωνάκης προσπάθησε να γλυτώσει κανένα πακέτο, αλλά κατάκαψε τα χέρια του και το μόνο που κατάφερε να σώσει ήταν τρία τσιγάρα!! Από την ταραχή του και μέχρι να συνεφέρει την θειά, κάπνισε τα δύο. Πριν ξεκινήσει το χάραμα, πήγε να ανάψει και το τρίτο, αλλά συγκρατήθηκε και ήπιε μονορούφι τον καφέ.

“Θα το ανάψω άμα φθάσω στο βουνό”, μονολόγησε και παρηγορήθηκε.

Ο γερο-Τζάκ δεν άργησε να ξεφωλιάσει τον λαγό και τα κλαφουνίσματα έδειχναν ότι ο Αντωνάκης είχε πιάσει το σωστό μονοπάτι. Η αγωνία του μεγάλωσε και με τρεμάμενα χέρια άναψε το τελευταίο τσιγάρο. Ξάφνου ένας λάγαρος σκάει μύτη στην ανηφοριά, 20 μέτρα μπροστά του, σβέλτα ο Αντωνάκης επωμίζει, αλλά σχεδόν ταυτόχρονα με τον ήχο της τουφεκιάς, ακούστηκε το μακρόσυρτο ουρλιαχτό του, όταν το αναμμένο τρίτο τσιγάρο κόλλησε ανάμεσα στο πάνω χείλος και στο ένα “τσιγκέλι” του μουστακιού. Όπως καταλαβαίνετε αλλού τα σκάγια και σώος ο λαγός. Τον Αντωνάκη δεν τον ξαναείδε το χωριό, μα ούτε και το λαγοκυνήγι. Τα έκοψε και τα δύο όπως και το μουστάκι. Δεν έκοψε όμως το τσιγαράκι, τον πιστό, αν και αρκετά μπαμπέση, φίλο του.

Είναι λοιπόν ή δεν είναι το τσιγάρο ο καλύτερος φίλος του κυνηγού;

Ακολουθήστε το kynigesia.gr στο Google News.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η Grisport γνωρίζει ότι ένα καλό μποτάκι δεν είναι απαραίτητο μόνο την κυνηγετική περίοδο…

Grisport: Το καλό μποτάκι είναι πάντα απαραίτητο! Όσοι κινούνται στην ύπαιθρο είναι σε θέση να αντιληφθούν πόσο σημαντικό είναι το κεφάλαιο «μποτάκι» στην καθημερινότητά τους,...
spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ