spot_img
Σάββατο, 18 Μαΐου, 2024
spot_img
ΑρχικήΚυνήγιΗ φλόγα του κυνηγιού

Η φλόγα του κυνηγιού

|

Η φλόγα του κυνηγιού

Για όσους κοιμούνται και ξυπνούν με το μυαλό στη θήρα

Οι κυνηγετικές μέρες που μένουν άσβεστες στη μνήμη είναι οι γόνιμες, οι μέρες που αγαλλιάζει η ψυχή και βγάζουν φτερά τα ποδάρια. Οι άλλες, οι άκαρπες, μένουν στην άκρη, στην αφάνεια της μνήμης.

Κάποιοι μετράνε τις χρονιές που πέρασαν με τους Μάηδες, κάποιοι άλλοι με τα καλοκαίρια, αλλά ο κυνηγός τις μετρά με τα μπερικέτια και τα κεσάτια που του έτυχαν, αδιάφορο αν κυνηγά πουλιά ή τριχωτά.

– “Ο παππούς μόλις που έσερνε πέντε βήματα μέσα στο σπίτι. Μα σαν ερχόταν η Κυριακή έβγαινε το καταμεσήμερο στην μπροστινή αυλή και καθόταν μέχρι να γείρει η παγωμένη και μεγάλη νύχτα. Καθόταν κουρνιασμένος στην πολυθρόνα, αμίλητος, με βλέμμα απλανές. Φαινόταν χαμένος στις σκέψεις του, απορροφημένος στον απόμακρο κόσμο του, στον κόσμο του κυνηγιού που τον έζησε 70 ολάκερα χρόνια”.

Όταν ψηλώνουν τα βουνά

Οι κυνηγετικές μέρες που μένουν άσβεστες στη μνήμη είναι οι γόνιμες, οι μέρες που αγαλλιάζει η ψυχή και βγάζουν φτερά τα ποδάρια. Οι άλλες οι άκαρπες μένουν στην άκρη, στην αφάνεια της μνήμης. Όσο όμως τα χρόνια βαραίνουν στην πλάτη καλοσυνεύουν και αυτές και αφήνουν τη παρήγορη θύμηση της σύγκρισης και της διδαχής.

Γιατί με την πάροδο του χρόνου, η εναλλαγή των συναισθημάτων της ικανοποίησης και της απογοήτευσης που συνοδεύουν το κυνήγι, αμβλύνονται, και χάνουν ένα μεγάλο μέρος από την ένταση και τη θωριά τους. Στη φάση αυτή της ηλικίας ένα νέο συναίσθημα ξεπηδά και καταλαμβάνει τη θέση τους.

Είναι η ανυπομονησία αν θα γίνει η εξόρμηση, αν όλη η παρέα είναι “ετοιμοπόλεμη” να βγει στα ισώματα, γιατί ψήλωσαν τα βουνά, αν δεν χρειάζονται βοήθεια τα παιδιά και τα εγγόνια ή ακόμα αν συμβεί κάτι αναπάντεχο που μπορεί να ματαιώσει την εξόρμηση.

Ο «αναπτήρας» και η ροδέλα

Σε ολόκληρο τον άρρενα πληθυσμό του πλανήτη υπάρχει η λανθάνουσα φλόγα του κυνηγού. Υποβόσκει χιλιάδες χρόνια, από τότε που το κυνήγι αποτελούσε πρωταρχικό στοιχείο για την επιβίωση της ομάδας ή της μικρής κοινωνίας. Στους περισσότερους ανθρώπους η σπίθα για να ανάψει η φωτιά δεν βρέθηκε ποτέ, μα σε πολλούς κατάφερε να την ανάψει και σε ακόμα λιγότερους να την φουντώσει.

Το κίνητρο, ο “αναπτήρας”, μπορεί να είναι ο πρόγονος κυνηγός, η επαφή με τη φύση, ο ήχος της τουφεκιάς, ένα βιβλίο ή ακόμα και ένας πίνακας ζωγραφικής. Στις παλιές λάμπες πετρελαίου υπήρχε μία ροδέλα που ρύθμιζε με το μήκος του φυτιλιού την ένταση της φλόγας. Έτσι και στον ανθρώπινο εγκέφαλο μία αντίστοιχη “ροδέλα” ρυθμίζει την δύναμη της φλόγας, και σε ελεύθερη μετάφραση, ρυθμίζει την ένταση του κυνηγετικού πάθους.

Όμως η φλόγα του κυνηγιού δεν καίει σε όλους με την ίδια ένταση. Κάποιοι κυνηγούν περιστασιακά για να ξεδώσουν, κάποιοι άλλοι θα κυνηγήσουν δύο και τρεις φορές μέσα στην εβδομάδα, αλλά το μεγάλο πλήθος των κυνηγών την κρατά αναμμένη από εβδομάδα σε εβδομάδα.

Η εκμετάλλευση και η αδικία των εργάσιμων ημερών

Και μην έχετε την λανθασμένη εντύπωση, ότι η φλόγα σταματά να καίει, όταν τελειώσουν τα νιάτα και αρχίσουν φυσιολογικά να μειώνονται τα κουράγια. Η φλόγα αντί να χαμηλώνει, καίει τώρα πιο δυνατά και αναζωπυρώνεται σαν τις δασικές φωτιές που βρίσκουν άφθονη καύσιμη ύλη. Και η ύλη που προκαλεί την ανάφλεξη, δεν είναι άλλη από τον ελεύθερο διαθέσιμο χρόνο.

Όταν ήμουν 40άρης, οι πληροφορίες για τα περάσματα ή τα μπασίματα των πουλιών που γινόντουσαν τις εργάσιμες καθημερινές, ήταν μαχαιριές στην καρδιά. Ακόμα χειρότερο ήταν να χαλά ο καιρός με χιονιά την Τρίτη ή την Τετάρτη και να βελτιώνεται με λιακάδα και άνοδο της θερμοκρασίας το Σαββατοκύριακο. Έτσι ώστε οι μόνοι που θα μπορούσαν να απολαύσουν τον χειμωνιάτικο καιρό και τα θηράματα που φέρνει, να είναι οι ντόπιοι και οι συνταξιούχοι κυνηγοί.

Υποστήριζα λοιπόν και διατύπωνα ανοιχτά την άποψη ότι το κυνήγι είναι για τους συνταξιούχους. Έπλαθα μάλιστα όνειρα και οργάνωνα νοερά τις εξορμήσεις διαρκείας που θα έκανα, σαν έφθανε το πλήρωμα του εργασιακού μου βίου. Αλλά πάλι με έτρωγε η αμφιβολία και ο φόβος. Θα ήταν δυνατόν στα 65 ή στα 70 μου να είμαι ακόμα παθιασμένος με το κυνήγι; Να νοιώθω την ίδια ένταση με αυτή των νιάτων μου;

Το χαλινάρι

Αλήθεια πώς μπορεί ένας άνθρωπος να ξεπεράσει τα όρια της σωματικής του αντοχής, αν δεν κάνει πρωταθλητισμό ή αν δεν είναι κυνηγός; Ποιος διακινδυνεύει να χαθεί στην ομίχλη ή να τσακιστεί στο βουνό, αν δεν είναι κυνηγός; Και ακόμα, ποιος εραστής της φύσης και του ιδιαίτερου τρόπου ζωής που είναι το κυνήγι, μπορεί να φθάσει στις οριακές καταστάσεις που αφορούν τις σχέσεις με την οικογένεια και το σπίτι, αν δεν είναι κυνηγός;

Είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ότι αυτή η εσωτερική φωτιά, δεν πρέπει να καίει ανεξέλεγκτα. Είναι υποχρέωση του ίδιου του κυνηγού να την τιθασεύσει, να την χαλιναγωγήσει. Αλλά αυτό δεν γίνεται μία κι έξω. Το χαλινάρι πρέπει να μπαίνει σε όλες τις ηλικιακές φάσεις της κυνηγετικής ζωής. Στα νιάτα, στην μέση ηλικία, ακόμα και στην
θεωρούμενη σαν σοφή τρίτη ηλικία.

Τα ενδιαφέροντα και οι υποχρεώσεις αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου και η μετάβαση από την μία ηλικιακή περίοδο στην άλλη, τροφοδοτεί και ανάλογα την φλόγα. Γιατί αν ξεφύγει και φουντώσει άτσαλα, τότε ο κυνηγός θα καεί στην κυριολεξία. Η οικογένεια θα μισήσει αυτό που κάνει, η συζυγική σχέση θα ραγίσει και η παρατημένη δουλειά θα εκδικηθεί.

– “Tώρα δεν έχω ποδάρια και πνευμόνια να βγω στο βουνό, να οδηγήσω τα ζαγάρια μου στο γιατάκι του αφτιά. Τώρα μόνο κουβέντες στο καφενείο μπορώ να κάνω και να ακούω τα κατορθώματα των νέων. Αλλά για να πω την μαύρη αλήθεια, με το κυνήγι ξυπνάω το πρωί, με το κυνήγι κοιμάμαι.”

* Aφιερωμένο σε όλους όσους η φλόγα του κυνηγιού καίει μέσα τους

Ακολουθήστε το kynigesia.gr στο Google News.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο δρόμος για τ’ αμπέλια…

Ήταν μακρύς ο δρόμος για τ’ αμπέλια, αλλά ήξερε ακριβώς για πού τραβούσε. Εκεί που τέλειωναν τα τελευταία σπίτια έπρεπε να πάρει το μονοπάτι...
spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ