spot_img
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
spot_img

Οι κυνηγοί του πάγου…

|

Σήμερα μπορεί να ανοίγεις το ψυγείο και να έχεις όσα παγάκια θες, αλλά τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε τόσο εύκολα! Μια ολόκληρη «βιομηχανία» κατά τον 19ο αιώνα έπρεπε να οργανωθεί για τη συλλογή και τη μεταφορά πάγου για οικιακή χρήση,  στα ξύλινα ψυγεία της εποχής που συντηρούσαν τα τρόφιμα με τη βοήθεια του.

Το εμπόριο πάγου, γνωστό και ως εμπόριο «παγωμένου νερού», απέκτησε μεγάλες διαστάσεις στην Ανατολική Ακτή των Ηνωμένων πολιτειών και τη Νορβηγία, ενώ ξεκίνησε από τον αμερικανό επιχειρηματία Φρέντερικ Τούντορ το 1806.  

Ο «βασιλιάς του πάγου»…

Ο Τούντορ, επονομαζόμενος και «βασιλιάς του πάγου», άρχισε να πρωτοπορεί στέλνοντας παγοκολώνες με τα καράβια και εκτός Αμερικής, στο νησί Μαρτινίκα της Καραϊβικής, που προοριζόταν για την ευρωπαϊκή «ελίτ» που παραθέριζε εκεί.

Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε μια αποθήκη πάγου που είχε χτίσει στο νησί ειδικά γι΄αυτόν τον σκοπό. Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, η εμβέλεια του εμπορίου διευρύνθηκε προς την Κούβα και τις νοτιότερες πολιτείες της Αμερικής. Στις δεκαετίες του 1830 – 1840, ο πάγος έφτανε ταξιδεύοντας μέχρι… την Ινδία, την Κίνα και την Αυστραλία.

Ο πάγος άρχισε να χρησιμοποιείται επίσης στα τρένα και τα καράβια,  για να μπορούν να συντηρούνται κατά τη μεταφορά τους τα κρέατα, τα αλιεύματα και τα λαχανικά. Αυτή η χρήση έδωσε νέα διάσταση στό εσωτερικό, καθώς και στο υπερπόντιο εμπόριο, αφού μέχρι τότε, τα ευπαθή προϊόντα δεν μπορούσαν να καταναλωθούν παρά μόνο σε τοπική κλίμακα.

Από πού, όμως, γινόταν η προμήθεια όλου αυτού του πάγου, που προοριζόταν να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες καταναλωτικές ανάγκες που δημιουργούνταν; Μη φαντάζεστε κάποιου είδους «εργοστασιακή παραγωγή», γιατί αυτό ήταν αδύνατο με τα μέσα της εποχής.

Η «συγκομιδή»

 Την περίοδο για την οποία μιλάμε, ο πάγος ήταν ένα «φυσικό προϊόν» και προέρχονταν από τις λίμνες και τα ποτάμια, τα οποία πάγωναν κατά τη διάρκεια των σφοδρών Χειμώνων του Βορρά. Το πάχος του πάγου κυμαινόταν από τριάντα, έως εξήντα εκατοστά και κοβόταν με χειροπρίονα αρχικά και με μηχανικά πριόνια πολύ αργότερα, λίγο πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Τότε, πια, άρχισαν να κυκλοφορούν και τα ηλεκτρικά ψυγεία.

Οι «κυνηγοί του πάγου» έκοβαν σταδιακά τον πάγο, ανοίγοντας ένα κανάλι στην επιφάνεια των νερών, διαμέσου του οποίου έσπρωχναν τα μεγάλα και βαριά κομμάτια του πάγου. Αυτά έφταναν τα τρεισήμισι μέτρα σε μήκος και τα εβδομήντα εκατοστά σε πλάτος, ώστε να κρατήσουν ώς … τον άλλο Χειμώνα!

Πραγματικά αυτό ήταν εφικτό, καθώς στοιβάζονταν και μονώνονταν προσεκτικά με άχυρο ή πριονίδι στις αποθήκες πάγου, τις οποίες σταδιακά απέκτησε και η μικρότερη πόλη. Στις εργασίες αυτές καταλυτική ήταν η συνδρομη των αλόγων, τα οποία έσερναν τα βαριά φορτωμένα έλκηθρα στις αποθήκες και βοηθούσαν στο ανέβασμα του πάγου απ’ έξω, πάνω στις ειδικά διαμορφωμένες πλατφόρμες. Πάνω σε ανάλογη πλατφόρμα, έσπρωχναν τον πάγο στο εσωτερικό για να στοιβαχθεί.

Αυτή η «συγκομιδή» πάγου, προοριζόταν είτε για την τροφοδοσία των μεγαλεμπόρων, είτε για την κάλυψη των τοπικών αναγκών  των νοικοκυριών, γεμίζοντας τα ψυγεία τους κατά τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες.

{loadposition content-article33}

Οι μνήμες…                                                        

Η διαδικασία της συλλογής του πάγου στο μεσοχείμωνο, αποτέλεσε μια παράδοση που διήρκεσε πάνω από έναν αιώνα στις βορειότερες πολιτείες της Αμερικής. Πολλά παιδιά μεγάλωσαν βοηθώντας μέσα στο κρύο τους μεγαλύτερους στη δύσκολη αυτή δουλειά και κάπως έτσι διαμορφώθηκαν οι νοσταλγικές τους αναμνήσεις, τις οποίες κάποια στιγμή κατέγραψαν με την πένα ή ζωγράφισαν με τα πινέλα τους.

Στη συνείδησή τους γράφτηκαν ανεξίτηλα κάποιες εικόνες, όπως το συχνό σταμάτημα των αλόγων για να καθαριστούν τα πέταλά τους από τον πάγο και το χιόνι, η στάση στο εστιατόριο για ζεστό καφέ και μηλόπιτα στο δρόμο από το δάσος για το σπίτι, αλλά και η διανομή του πάγου «κατ’ οίκον» από τον παγοπώλη αργότερα, μέσα στο Καλοκαίρι.

Η άμαξά του σταματούσε σε κάθε σπίτι που χρειαζόταν ανατροφοδότηση. Η κυρίες έβαζαν την πινακίδα «πάγος» στο παράθυρο και ο παγοπώλης κατέβαζε και τοποθετούσε την παγοκολώνα στο ψυγείο, του οποίου τη χωρητικότητα σε πάγο, αλλά και τη θέση σε κάθε οικία, γνώριζε πολύ καλά. Στο μεταξύ τα πιτσιρίκια έβρισκαν την ευκαιρία να ξεκλέψουν πάνω από την άμαξα κανένα κομματάκι από τον πάγο που θρυμματίζονταν και, μασουλώντας το, να δροσίζονται από τη ζέστη.

Ούτως ή άλλως, εκτός από την συντήρηση των τροφίμων και των οπωροκηπευτικών, ο τριμμένος πάγος προοριζόταν να δροσίζει τις σπιτικές λεμονάδες και τα αφεψήματα, τα οποία συνήθιζε να προσφέρει η κάθε νοικοκυρά στους επισκέπτες της, αλλά και σε όσους δούλευαν όλη τη μέρα στα χωράφια, κάτω από την κάψα του ήλιου.

Στον τόπο μας

Ανάλογη, όμως, διαδικασία συγκομιδής πάγου, σε πολύ μικρότερη κλίμακα, συναντούμε και στη χώρα μας, την εποχή κατά την οποία δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη να λειτουργούν τα παγοποιεία.

Κατά τα χρόνια, λοιπόν, αυτά, τον Χειμώνα συγκέντρωναν χιόνι ή νερό σε μεγάλες γούρνες στην κορυφή ενός βουνού. Αφού πάγωνε, έσπαγαν τον πάγο με κασμάδες και τον συντηρούσαν σε τρύπες ή ανοίγματα μέσα στο βουνό. Στη συνέχεια τον σκέπαζαν με φύλλα οξιάς και φτέρες και το καλοκαίρι κατέβαζαν κάθε μέρα παγοκολόνες με τα ζώα τους και τον πουλούσαν.

Πολλά αστικά σπίτια χρησιμοποιούσαν φυσικό πάγο για να κρυώσουν το νερό, να πιουν κρύα μπίρα και να διατηρήσουν τα τρόφιμα, μια συνήθεια που στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα θεωρούνταν είδος πολυτελείας.

Στη Θεσσαλονίκη, πριν τη λειτουργία των εργοστασίων παρασκευής πάγου, η πόλη κάλυπτε τις ανάγκες της με φυσικό πάγο που μετέφεραν και πωλούσαν «παγοποιοί» από το βουνό Χορτιάτη! Η παρασκευή και η διακίνηση ήταν παραδοσιακή ασχολία των κατοίκων του χωριού Χορτιάτη που κράτησε σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας ως τα μέσα του εικοστού αιώνα…

Τα «φυσικά παγοποιεία» του Χορτιάτη…

Σε πολλές σκιερές περιοχές του Χορτιάτη δημιουργούσαν πρόχειρες δεξαμενές στο χώμα, τις «μπάρες», που τις γέμιζαν με καθαρό νερό. Το χειμώνα με τις παγωνιές όταν πάγωνε η επιφάνεια της μπάρας, οι παγοποιοί έκανες τρύπες στον πάγο. Το νερό που έβγαινε στην επιφάνεια ξαναπάγωνε και η ίδια διαδικασία συνεχιζόταν ώσπου να γίνει πάγος όλη η μπάρα.

Τον πάγο τον τεμάχιζαν με σιδερένια πελέκια και τον αποθήκευαν σε μεγάλες τρύπες, τα «μαγαζιά», που άνοιγαν σε βράχους. Ανάμεσα στα παγοτεμάχια, για να μην κολλούν και να μη λιώνουν εύκολα, τοποθετούσαν φτέρες, φύλλα οξιάς και καρυδιάς και άλλα υλικά ως μονωτικό.

Το Ιούνιο που έπιαναν οι ζέστες κατέβαζαν φορτία πάγου με κάρα και άλογα, που τα πουλούσαν σε σπίτια πλουσίων και σε καταστήματα, ακόμη και σε νοσοκομεία. Τα κέρδη των παγοποιών του Χορτιάτη και των μεταπρατών ήταν ικανοποιητικά, γι’ αυτό και απασχολούνταν με το επάγγελμα αυτό πολλές οικογένειες στο ορεινό χωριό. Ο τελευταίος παγοποιός του Χορτιάτη αποσύρθηκε από το παραδοσιακό αυτό επάγγελμα το 1956.

Τη μεγάλη ζήτηση για πάγο κάλυψαν σταδιακά τα παγοποιεία, οι βιομηχανίες που άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα…

 

 

Ακολουθήστε το kynigesia.gr στο Google News.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η Grisport γνωρίζει ότι ένα καλό μποτάκι δεν είναι απαραίτητο μόνο την κυνηγετική περίοδο…

Grisport: Το καλό μποτάκι είναι πάντα απαραίτητο! Όσοι κινούνται στην ύπαιθρο είναι σε θέση να αντιληφθούν πόσο σημαντικό είναι το κεφάλαιο «μποτάκι» στην καθημερινότητά τους,...
spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ