spot_img
Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024
spot_img
ΑρχικήΣκύλοςΚυνηγόσκυλαΟ ελληνικός ιχνηλάτης στα βάθη των αιώνων

Ο ελληνικός ιχνηλάτης στα βάθη των αιώνων

|

Laky Pet Food
Laky Pet Food
Laky Pet Food
Laky Pet Food

Ο ελληνικός ιχνηλάτης, πέραν του ότι είναι η σπουδαιότερη και πιο εξαπλωμένη ελληνική φυλή, αποτελεί και την κατ΄εξοχήν εθνική μας κυνηγετική φυλή. Δυστυχώς όμως, ακόμη και σήμερα, κάποιοι κυνηγοί κυρίως στην επαρχία, εξακολουθούν να τον αποκαλούν  με το αλβανικό όνομα «Γκέκα», ενώ βορειότερα προτιμούν το σλαβικό «Ζαγάρι»…

Οι ονομασίες αυτές κυριάρχησαν στα χρόνια της υποδουλωμένης Ελλάδας και πρέπει να εκλείψουν από το κυνολογικό μας λεξιλόγιο, διότι παραπέμπουν σε Βαλκανική προέλευση, γεγονός τελείως αντίθετο προς την ιστορική πραγματικότητα.

Ελληνικός ιχνηλάτης: Καταγωγή και Ιστορία

Ο ελληνικός ιχνηλάτης κατάγεται από τους καταδιωκτικούς σκύλους (ιχνηλάτες ή λαγωοθήρες) της εποχής του Ξενοφώντα. Τότε, στην αρχαία Ελλάδα, διατηρούσαν γνήσιες κυνηγετικές φυλές, από τις οποίες οι κυριότερες ήταν σε Λακωνία, Αργολίδα, Κρήτη, και γενικότερα στη νότια χώρα.

Οι αρχαίοι λαγωνικοί ονομάζονταν Λακωνικοί (από τον τόπο προέλευσης). Οι σκύλοι που κυνηγούν λαγό ονομάζονταν και ονομάζονται λαγοωθήραι, κοινώς λαγόσκυλα.

Πρόκειται για παραφθορά της λέξης Λακωνικός, που έγινε λαγωνικός, και έτσι πέρασε στους Ρωμαίους με τη λατινική ονομασία Canis Leporarius = Κύων Λαγωνικός. Πολλούς αιώνες αργότερα, οι Γάλλοι τα σκυλιά αυτά τα ονόμασαν Lievre = Λαγός, και μετέπειτα οι Ιταλοί Lebriere = Λαγωνικοί.

Ονομάστηκαν και Δρόμωνες, διότι ως τα ταχύτερα σκυλιά στον κόσμο, χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται σε κυνοδρομίες.

Στην αρχαία Ελλάδα, χρησιμοποιούνταν ευρέως στο κυνήγι ελαφιού, ζαρκαδιού, αγριόχοιρου και σπανιότερα μικρού τριχωτού θηράματος όπως ο λαγός.

Τους καλύτερους τους χρησιμοποιούσαν και στον πόλεμο, εκπαιδεύοντάς τους όπως τους Μολοσσούς να μάχονται σε λόχους, ή αγγελιοφόρους.

Οι αναπαραστάσεις αρχαιοελληνικών τοιχογραφιών, αγγείων, νομισμάτων κ.λπ. βεβαιώνουν ότι υπήρξε από μακρότατη εποχή στη χώρα μας, αφού τον βλέπουμε να συνοδεύει τον κυνηγό, τον πολεμιστή, τον κωμωδό, τις Βακχίδες, αλλά ιδιαίτερα ως αχώριστο σύντροφο της θεάς του κυνηγιού Άρτεμις.

Οι ελληνικοί λαγωνικοί προέρχονται από τον πανάρχαιο σκύλο Dromona της Αιγύπτου, γενάρχη των Μεσογειακών λαγωνικών φυλών, ο οποίος προερχόταν από τον άγριο Αβησσυνό σκύλο Simio, γιο του Tomarktus, του πρώτου σκύλου επί γης, που έμοιαζε περισσότερο με ύαινα.

Από την 2η προ Χριστού χιλιετία, ίσως και προγενέστερα, δηλαδή πριν από 4.000 περίπου χρόνια, οι Κρήτες και αργότερα οι Φοίνικες, έφερναν από την Αίγυπτο μαζί με διάφορα εμπορεύματα και λαγωνικούς σκύλους, κυρίως από την πεδιάδα του Νείλου.

Εκείνος ο αρχέγονος τύπος λαγωνικού, με τα χρόνια προσαρμόστηκε στο κλίμα και τα εδάφη της Ελλάδας, βελτιούμενος συνεχώς.

Οι αρχαίοι αυτοί τύποι αναπαρίστανται σε τοιχογραφίες των ανακτόρων της Τίρυνθας, όπως «Αναχώρηση για κυνήγι», και «Κυνήγι αγριόχοιρου», που έγιναν πριν 3.500 χρόνια…

Από αυτούς τους λαγωνικούς τύπους προήλθαν οι καταδιωκτικοί σκύλοι ή ιχνηλάτες ή λαγωοθήρες της εποχής του Ξενοφώντα, δηλαδή για την εξέλιξή τους αυτή πέρασαν από τότε μέχρι σήμερα 2.000 και πλέον χρόνια.

Ο Ξενοφών, που έζησε από 430-354 π. Χ., εκτός από ιστορικός, φιλόσοφος και στρατηγός, ήταν και κυνηγός και ο πρώτος κυνολόγος του κόσμου. Στον περίφημο «Κυνηγετικό» του δίνει σε κυνηγούς και κυνοτρόφους της εποχής, πλείστες συμβουλές, από τις οποίες πολλές ισχύουν και σήμερα.

Διαδροµή & στάδια µετεξέλιξης 

Η πορεία των λαγωνικών πέρασε από πολλά στάδια πριν καταλήξει στην καθιέρωση της εθνικής φυλής και ο λόγος ήταν η «διάσπασή» τους σε πολλές τοπικές φυλές, ανάλογα με το περιβάλλον διαβίωσης.

Κυριότερες όλων, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ο Λακωνικός, η Κυνοσουρίδα Κυνουρίας – Πάρνωνα, (μικρόσωμο και κοντοπόδαρο περίπου σαν τα γερμανικά Tekel, που προέρχονταν από τον Λακωνικό), και ο Λαγωνικός της Κρήτης, ο οποίος λόγω της νησιωτικής απομόνωσής του και μάλιστα σε σχεδόν απρόσιτα ορεινά μέρη της ενδοχώρας, διατήρησε επί αιώνες τον αρχικό τύπο.

Ο κρητικός ιχνηλάτης είναι το αρχαιότερο κυνηγετικό σκυλί της Ευρώπης, έχει ιστορία 4.000 χρόνων και η διαδρομή του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της Κρήτης.

Κατά την Ρωμαϊκή εποχή, ελληνικά σκυλιά μεταφέρθηκαν στην Ιταλία, στην Γαλατία (σημερινή Γαλλία), και αργότερα στην Ελβετία, όπου προσαρμόστηκαν στις νέες εδαφοκλιματολογικές συνθήκες και μέσω των αιώνων εξελίχθηκαν στους σημερινούς ιταλικούς ιχνηλάτες «σεγκούτσιο», ελβετικούς ιχνηλάτες «Ιούρα», τύπου «Μπρούνο», οι οποίοι μοιάζουν πολύ στον σημερινό ελληνικό σε σωματότυπο και προπάντων σε μαύρο κοκκινωπό χρώμα.

Με την Ρωμαϊκή κατοχή, την επακόλουθη παρακμή των ελληνικών πόλεων που συνεχίστηκε την Βυζαντινή περίοδο και επιδεινώθηκε με τέσσερις αιώνες τουρκοκρατίας, φυσικό ήταν ο ελληνικός ιχνηλάτης να «χάνεται» από αστικές περιοχές και ευτυχώς, να διασώζεται αλώβητος σε απομονωμένα ορεινά χωριά.

Μετά την απελευθέρωση και τη συγκρότηση από τις στάχτες του Ελληνικού Έθνους, κάποιοι ελάχιστοι κυνηγοί, παρά την γενική καταστροφή και τη φτώχεια, αρχίζουν να ενδιαφέρονται για κυνήγι και εφοδιάζονται με όπλα και σκυλιά.

Σε μία χώρα που το 1832 είχε 823.773 κατοίκους και αποτελείτο ως το 1864 από Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, Κυκλάδες και Ιόνια νησιά, η δασοκάλυψη ήταν 60%, υπολογίζεται δε, ότι οι κυνηγοί δεν θα ξεπερνούσαν τις 5 – 10.000.

Από συστάσεως του κράτους μέχρι και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, κυνηγούσαν ελεύθερα όλο το χρόνο, όλα τα είδη θηράματος με αστυνομική διάταξη του 1879, (εκτός από ωφέλιμα πτηνά και σύλληψη λαγού και πέρδικας με παγίδες).

Όμως στη διάρκεια του μεσοπολέμου, και ακριβέστερα από το 1923 με το πρώτο Νομοθετικό Διάταγμα, κατόπιν με το Ν. 4173 του 1929, τα ακόλουθα διάφορα Ν. Διατάγματα και Νόμους έως το 1939 και προπάντων με τον Α.Ν. 1926/39 «Περί θήρας», είχαν τεθεί οι αρχικές βάσεις για την οργάνωση και ανάπτυξη του κυνηγιού.

Ωστόσο τότε δεν έγινε καμία απολύτως προσπάθεια τουλάχιστον αξιοποίησης – προβολής του Ελληνικού ιχνηλάτη, με την νόθευση από διασταυρώσεις να συνεχίζεται με αμείωτο ζήλο, όχι λόγω σκοπιμότητας, αλλά λόγω άγνοιας…

Η «σωτηρία» του λαγωνικού μας άρχισε να φαίνεται περίπου το 1956, με την ίδρυση του ΕΚΟ, Ελληνικού Κυνολογικού Οργανισμού, που αναγνωρίστηκε επίσημα από το κράτος και στη συνέχεια διεθνώς.

Τότε υπήρξε ρητή διάταξη του καταστατικού του, που προέβλεπε την ανάδειξη όλων των ελληνικών φυλών, με προεξέχουσα του ελληνικού ιχνηλάτη, με τον καθορισμό και την σύνταξη του Εθνικού τύπου και κατάθεση «φακέλλου αναγνώρισης» στην Διεθνή Κυνολογική Ομοσπονδία – FCI.

Έτσι, αναγνωρίστηκε επίσημα το 1958, οπότε και τέθηκαν οι επιστημονικές και κυνοτεχνικές βάσεις για την μετ΄ επιλογής εκτροφή, βελτίωση και τελειοποίηση της ελληνικής αυτής φυλής.

Το ίδιο έτος (1958) διοργανώθηκε η 1η Πανελλήνια Έκθεση Κυνών με Π.Ι.Π.Α.- CIC (Πιστοποιητικό Ικανότητας Πανελληνίου Αριστείου), όπου διαγωνίστηκαν και τέσσερις Ελληνικοί ιχνηλάτες, από τους οποίους κρίθηκε ο Δούξ του κ. Ν. Σιώκου ως 1ος εξαίρετος, διάκριση που το ίδιο σκυλί επανέλαβε στην 2η έκθεση του 1959, οπότε στον ιδιοκτήτη του απονεμήθηκε έπαθλο του Υπουργείου Γεωργίας.

Η εκτίμηση των ικανοτήτων τους, η αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους και γενικότερα η εξάπλωση της φυλής, άργησε μερικά χρόνια ακόμη, ωστόσο το νερό είχε μπει στο αυλάκι…

Κάπως έτσι έχει η πορεία στο πέρασμα των αιώνων για τα «δικά μας» λαγωνικά και για την ιστορία, να προσθέσουμε πως το 1959 γράφτηκαν 23 ελληνικοί ιχνηλάτες στο γενεαλογικό βιβλίο, από τους οποίους οι 21 ανήκαν στο πρώτο εκτροφείο που ιδρύθηκε τότε στην Καλαμπάκα με την επωνυμία «Μετέωρα».

Πηγή: Επιλεγμένα αποσπάσματα από δημοσιευμένα κείμενα του Σταύρου Μπασουράκου και χειρόγραφα αρχεία Δημήτρη Παπαδέα.

Ακολουθήστε το kynigesia.gr στο Google News.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πραγματοποιήθηκε στη χώρα μας ο 1ος διεθνής αγώνας Ιχνηλατών

Πραγματοποιήθηκε στη χώρα μας ο 1ος διεθνής αγώνας Ιχνηλατών «Άριστα» πήρε η χώρα μας στην διοργάνωση του πρώτου διεθνή Αγώνα Κυνηγετικών Ικανοτήτων (Α.Κ.Ι.) Ιχνηλατών, που...
spot_img
spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ