spot_img
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
spot_img
ΑρχικήΚυνοφιλίαΕλβετικός Ιχνηλάτης

Ελβετικός Ιχνηλάτης

|

 

Όσφρηση, πάθος, αντοχή, νοημοσύνη και ευγένεια, είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που έχουν κάνει τον Ελβετικό Ιχνηλάτη  εξαιρετικό σύντροφο του κυνηγού. Είναι μια φυλή που μπορεί να προσφέρει πολλά στον Έλληνα λαγοκυνηγό.

 

Του Στάθη Καβαθούλη

 

Τα προσόντα του Γιούρα είναι πολλά αλλά αυτό που τα έκανε γνωστά είναι η εξαιρετική όσφρηση που διαθέτουν  (την ισχυρότερη όλων έχει το Γιούρα, τύπου Αγίου Ουμβέρτου). Η ποικιλία Γιούρα Αγίου Ουμβέρτου (ή Σαιντ-Υμπέρ) μοιάζει πολύ με το Μπλαντχάουντ και δεν είναι λίγοι αυτοί που συγχέουν τις δύο αυτές ράτσες. Τα Γιούρα έχουν μεγάλο πάθος για το κυνήγι και εργάζονται το ίδιο καλά και σε όλα τα εδάφη, είτε σε αγέλη, είτε μόνα τους. Στα ημιορεινά εδάφη, νομίζω ότι αποδίδουν ακόμη καλύτερα, γιατί είναι πολύ ντοριάρικα, με αποτέλεσμα να βρίσκουν τα ίχνη καλύτερα. Πολύ καλά όμως είναι και στο βουνό, στα πυκνά, αλλά και στα πιο βραχώδη και δύσβατα εδάφη.

 

Ζωηρά στο κυνήγι, ήσυχα στο σπίτι

 

Είναι σκυλιά γεροδεμένα και νευρώδη, έχουν μεγάλη αντοχή και κυνηγούν ακούραστα για αρκετές ώρες. Αυτό που εκτιμάται ιδιαίτερα στη συγκεκριμένη φυλή ιχνηλατών είναι ό,τι ενώ στο κυνήγι αναπτύσσουν όλο τους το πάθος και είναι ζωηρότατα, αντιθέτως στο σπίτι  είναι πολύ ήσυχα κι ευγενή σκυλιά. Έτσι μπορούν να διαβιώσουν ακόμη και σε ένα διαμέρισμα, χωρίς να προκαλέσουν προβλήματα. Έχουν «βαθύ» βλέμμα και σοβαρό ύφος, στοιχεία που συνδυαζόμενα με τα μακριά αυτιά κάνουν το Γιούρα να ξεχωρίζει. Παράλληλα τραβάει την προσοχή κερδίζοντας τις εντυπώσεις των λαγοκυνηγών. Ένα άλλο προσόν είναι ότι δεν ξεχνάνε εύκολα όσα μαθαίνουν στο κυνήγι, κι αυτό γιατί είναι σκυλιά καλλιεργημένα εδώ και αιώνες. Δουλεύουν με τη μύτη κολλημένη στο έδαφος. Αν και δεν τους λείπει η εξυπνάδα βασίζονται πολύ στην όσφρησή τους σ’ όλα τα σημεία της ιχνηλασίας. Αυτός είναι και ο λόγος που ορισμένοι τους «χρέωσαν»  ως … ελάττωμα ότι δυσκολεύονται στο ξεφώλιασμα. Κάτι, που φυσικά δεν ισχύει. Αυτό το υποστηρίζω με πλήρη υπευθυνότητα, γιατί έχω δει πολλά τέτοια σκυλιά να ξεφωλιάζουν εύκολα το λαγό. Πολλοί οδηγούνται σε λάθος συμπεράσματα από το γεγονός ότι δουλεύουν με ηρεμία και δεν είναι τόσο ορμητικά στα τελευταία πατήματα του λαγού. Είναι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ  ιχνηλάτες, γι’ αυτό και δουλεύουν σχεδόν όλα τα βήματα του λαγού. Όμως, με το κάπως αργό βήμα τους, δίνουν αυτή τη λάθος- κατά τη γνώμη μου –  εντύπωση. Βεβαίως, μπορεί να υπάρχουν και ορισμένοι εκπρόσωποι της φυλής που είναι κάπως διστακτικοί στο ξεφώλιασμα. Όμως αυτό συμβαίνει σ’ όλες τις ράτσες και νομίζω ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου.

 

Εκεί που άλλοι δυσκολεύονται

 

Ο καλπασμός είναι κάπως συγκρατημένος και γι αυτό οι εκπρόσωποι της φυλής αυτής δεν είναι πολύ γρήγοροι ιχνηλάτες. Έχουν όμως μεγάλη ικανότητα να βρίσκουν ίχνη στους δρόμους και τα μονοπάτια, εκεί όπου οι περισσότεροι ιχνηλάτες τα βρίσκουν …σκούρα,  σε ημέρες που είναι κάπως δύσκολες για λαγοκυνήγι. Η δίωξη που κάνει το Γιούρα είναι πολύ καλή, μέτρια σε ταχύτητα, όμως το στοιχείο αυτό δεν είναι όλες τις φορές μειονέκτημα. Αντιθέτως,  αρκετές φορές λειτουργεί ως πλεονέκτημα, γιατί έτσι ο λαγός δεν ξεμακραίνει πολύ και ο κυνηγός έχει πολλές πιθανότητες να τον εντοπίσει και να τον χτυπήσει στην περιοχή γύρω από την οποίο το σκυλί τον εντόπισε για πρώτη φορά. Κυνηγά αρκετές ώρες χάρις στο πάθος και την αντοχή του και σε συνδυασμό με τη φωνή του, που είναι πολύ χαρακτηριστική, ο κυνηγός μπορεί να απολαύσει μαζί του το κυνήγι του λαγού. Η φωνή των Γιούρα είναι ένα παρατεταμένο ουρλιαχτό, ένα διπλό μακρόσυρτο γάβγισμα. Κάπως έτσι την περιγράφουν οι πιο πολλοί λαγοκυνηγοί. Η φωνή στα Γιούρα αποκτά την πλήρη της ένταση μετά τα 3 χρόνια. Για να συνοψίσουμε τα κυριότερα προσόντα τους είναι η όσφρηση, το πάθος, η αντοχή, η νοημοσύνη και η ευγένεια. Πιστεύω ότι σαν φυλή μπορεί να προσφέρει πολλά στον Έλληνα λαγοκυνηγό.

 

Καταγωγή και ιστορία 

 

Πριν αναφερθούμε στην καταγωγή και στην ιστορία του Γιούρα, να επισημάνουμε ότι ήρθε επίσημα στην Ελλάδα μετά το 1960. Πρωτεργάτης για να εισαχθεί αυτή η φυλή στη χώρα μας ήταν ο αείμνηστος Δρ. Σταύρος Μπασουράκος, ο οποίος ήταν Πρόεδρος του Ε.Κ.Ο., αλλά, και απ’ ότι γνωρίζουμε, λάτρης αυτής της ράτσας. Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα,  η εκτροφή είχε φτάσει σ’ ένα ικανοποιητικό επίπεδο. Μάλιστα κάποια στιγμή ακόμα και οι ίδιοι οι Ελβετοί ζήτησαν κουτάβια από τη χώρα μας. Όπως γίνεται όμως σχεδόν πάντα, έτσι και αυτή η φυλή διασταυρώθηκε με άλλες, με μεγαλύτερο ποσοστό διασταύρωσης αυτό του Ελληνικού Ιχνηλάτη. Η ράτσα αρχίζει να έχει μεγάλη εξάπλωση στη  Ελλάδα. Σε αυτό βοήθησε ο Όμιλος Ελβετικών Ιχνηλατών που δημιουργήθηκε στα Τρίκαλα και έδωσε μεγάλη ώθηση στην φυλή. Μαζί με τον Όμιλο, υπήρξαν και πολλοί Έλληνες κυνηγοί, οι οποίοι βοήθησαν στην ανάπτυξη της φυλής -μεταξύ αυτών και ο γράφων-. Οι ελβετικοί ιχνηλάτες, προέρχονται –όπως όλα δείχνουν- από τους καταδιωκτικούς σκύλους της εποχής του Ξενοφώντος και έχουν κάποια συγγένεια με τον ελληνικό ιχνηλάτη. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή υπήρχαν πολλά τέτοια σκυλιά  στην Γαλλία απ’ όπου τα πήραν οι Ελβετοί μισθοφόροι και τα πήγαν στην πατρίδα τους. Εκεί, προσαρμόστηκαν στις κλιματολογικές συνθήκες και, μέσω των αιώνων,  καλλιεργήθηκαν και εξελίχθηκαν στους σημερινούς τύπους. Μια τοιχογραφία του 1.100 μ.χ. στη Μητρόπολη της Ζυρίχης απεικονίζει Ελβετικούς Ιχνηλάτες να κυνηγούν ελάφια. Μετά τον 14ο αιώνα, τα σκυλιά αυτά έτυχαν μεγάλης εκτίμησης και απέκτησαν φήμη για τις οσφρητικές ικανότητές τους και το άριστο ψάξιμό τους. Έτσι έγιναν περιζήτητα στη Δυτική Ευρώπη. Υπάρχουν επιστολές ξένων ευγενών του 15ου αιώνα, που αναζητούσαν τέτοια σκυλιά. Στην Γαλλία, τα Γιούρα ήταν πιο μεγαλόσωμα και βαριά, γεγονός που οφείλεται στο ότι τα δάση εκεί ήταν πιο ομαλά και επίπεδα. Κάτι που είχε ως αποτέλεσμα το κυνήγι να γίνεται (όπως εξάλλου ισχύει μέχρι και σήμερα) σε αγέλη. Αντιθέτως στην Ελβετία «οδήγησαν» την εκτροφή σε πιο μετριόσωμη και πιο ελαφριά κατασκευή. Οι Ελβετοί ήθελαν ένα σκύλο με πρωτοβουλία, που να μπορεί να κυνηγά μόνος του ή σε μικρές ομάδες στα βραχώδη εδάφη της χώρας. Στη συνέχεια, όταν το κυνήγι στην Ελβετία γινόταν σε μικρές ρεζέρβες, θεωρήθηκε σκόπιμο να δημιουργηθούν ακόμη πιο μικρόσωμοι ιχνηλάτες, ώστε το βήμα τους να είναι πιο αργό για να μην απομακρύνονται πολύ απ’ αυτές τις μικρές εκτάσεις.

 

Έτσι δημιουργήθηκαν οι κοντοπόδαρες ποικιλίες, οι οποίες υπάρχουν και στις τέσσερις ελβετικές φυλές ιχνηλατών, δηλαδή:

  • στον ιχνηλάτη Γιούρα τύπου μπρούνο και τύπου Αγίου Ουμβέρτου.
  • στον ιχνηλάτη σβυτς.
  • στον ιχνηλάτη της Βέρνης. Και
  • στον ιχνηλάτη της Λουκέρνης.

Τα αρχικά στάνταρ των ελβετικών ιχνηλατών ορίστηκαν το 1883 και, 20 χρόνια μετά (1903) ιδρύθηκε η Λέσχη του ελβετικού ιχνηλάτη. Τέλος, το 1933 έγινε αναθεώρηση και αναπροσαρμογή των στάνταρ.

 

Μορφολογικά χαρακτηριστικά

Ημερομηνία δημοσίευσης του ισχύοντος προτύπου καταγωγής: 28/11/2001

Χρήση: Κυνηγετικό σκυλί που χρησιμοποιείται στο κυνήγι με όπλο. Χρησιμοποιείται ευρέως στο κυνήγι του λαγού, του ζαρκαδιού, της αλεπούς και ενίοτε του αγριόχοιρου. Κυνηγά με τρόπο ανεξάρτητο και βγάζοντας φωνή. Ακόμα και στα δύσκολα εδάφη διώκει και ορμά με μεγάλη σιγουριά.

 

Σημαντικές αναλογίες

Η σχέση μεταξύ μήκους σώματος και ύψους είναι περίπου 1,15:1

Η σχέση μεταξύ μεγέθους και βάθους στήθους είναι περίπου 2:1

Η σχέση μεταξύ μήκους ρύγχους και μήκους κρανίου είναι περίπου 1:1

 

Συμπεριφορά/Χαρακτήρας

Ζωηρός και παθιασμένος με το κυνήγι, τρυφερός, υπάκουος και πολύ δεμένος με τον κύριό του.

 

Κεφάλι

Περιοχή κρανίου

Κρανίο: επίμηκες, στενό, αδύνατο και ευγενές. Είναι θολωτό, σε σχήμα χαμηλής καμάρας, με εμφανή ινιακή προεξοχή. Δεν υπάρχει κεντρική αύλακα στο μέτωπο, ούτε ζάρες. Οι άξονες του κρανίου και του ρινικού καλάμου (ρύγχους) είναι ελαφρώς αποκλίνοντες.

Μετωπιαίο στοπ: εμφανές αλλά όχι σε υπερβολικό βαθμό.

 

Περιοχή προσώπου

Μύτη: εντελώς μαύρη, καλά ανεπτυγμένη με καλά ανοιχτά ρουθούνια.

Ρύγχος: λεπτά σμιλεμένο, ίσιο, ούτε τετράγωνο, ούτε μυτερό. Ρινική κάλαμος ίσια ή ελαφρώς κυρτή.

Χείλη: λίγο ανεπτυγμένα. Καλύπτουν ακριβώς τις κάτω σιαγόνες. Η συναρμογή των χειλιών είναι ελαφρώς ανοικτή.

Σιαγόνες/δόντια: σιαγόνες ισχυρές. Οδοντοστοιχία γερή, πλήρης, με δάγκωμα ψαλίδας, δηλαδή οι πίσω πλευρές των άνω κοπτήρων είναι σε πλήρη επαφή με τις μπροστινές πλευρές των κάτω κοπτήρων. Τα δόντια είναι σωστά τοποθετημένα εντός του φατνιακού οστού. Δάγκωμα λαβίδας αποδεκτό. Η απουσία ενός ή δύο προγομφίων (ΡΜ1 ή ΡΜ2) είναι ανεκτή. Οι γομφίοι (Μ3) δε λαμβάνονται υπόψη.

Μάγουλα: ξηρά. Ζυγωματικά τόξα μη εξογκωμένα.

Μάτια: καφέ, ανοιχτά ή σκούρα σε αναλογία με το χρώμα του τριχώματος, ελαφρώς ωοειδή, μεσαίου μεγέθους και γλυκιάς έκφρασης. Τα βλέφαρα εφαρμόζουν τέλεια στο σχήμα του οφθαλμικού βολβού. Το περίγραμμα των βλεφάρων πρέπει να είναι καλά χρωματισμένο.

Αυτιά: προσκολλημένα κάτω από την ευθεία των ματιών και στο πίσω μέρος του κρανίου. Δεν φτάνουν ποτέ το μέγιστο δυνατό πλάτος τους, ενώ σε μήκος φτάνουν τουλάχιστον ως την άκρη της μύτης. Η κόγχη τους δεν προεξέχει. Αυτιά στενά, κρεμαστά και γυριστά προς τα μέσα, με πτυχές, στρογγυλεμένα στις άκρες τους, εύπλαστα και καλυμμένα με λεπτή τρίχα.

 

Λαιμός

Επιμήκης, κομψός, μυώδης, με δέρμα λίγο χαλαρό στο λαιμό, αλλά χωρίς αξιοπρόσεκτο λωγάνιο (προγούλι).

 

Κορμός

Άνω γραμμή σώματος: ο λαιμός, η ράχη, τα νώτα και η ουρά πρέπει να σχηματίζουν στο σύνολό τους μια αρμονική και σταθερή γραμμή.

Ακρώμιο: διακριτικά εμφανές. Τράχηλος εμφανής και κομψός.

Ράχη: συμπαγής και ίσια.

Οσφύς: μυώδης, ευλύγιστη.

Νώτα: ελαφρώς κεκλιμένα, επιμήκη, καλά ενσωματωμένα στη γραμμή της ράχης, όχι υψηλότερα από το ακρώμιο. Λαγόνια ακρολοφία όχι ιδιαίτερα εξογκωμένη.

Στήθος: μεγαλύτερο σε βάθος παρά σε εύρος, κατέρχεται αρκετά, φτάνοντας τουλάχιστον ως την άκρη του αγκώνα. Η θωρακική κοιλότητα είναι καλά αναπτυγμένη προς τα πίσω με τα πλευρά ελαφρώς καμπυλωτά.

Κάτω γραμμή σώματος και κοιλιά: η κοιλιά είναι ελαφρώς ανασηκωμένη προς το οπίσθιο μέρος. Οι λαγόνες είναι γεμάτοι.

 

Ουρά

Βρίσκεται προσκολλημένη στην προέκταση των νώτων. Είναι μεσαίου μήκους και λεπτοκαμωμένη στην άκρη, όπου σχηματίζει μια ελαφριά καμπύλη προς τα πάνω. Όταν ο σκύλος βρίσκεται σε κατάσταση ανάπαυσης ή κινείται αργά, η ουρά κρεμάει φυσικά χωρίς να σχηματίζει σημαντική καμπύλη. Όταν ο σκύλος βρίσκεται σε κατάσταση προσοχής ή κινείται πιο γρήγορα, η ουρά ανεβαίνει ψηλότερα από τη γραμμή της ράχης, αλλά ποτέ δεν γέρνει στη ράχη, ούτε περιτυλίσσεται. Είναι καλά καλυμμένη με τρίχωμα που δεν είναι τραχύ ή ανομοιόμορφο.

 

Άκρα

Εμπρόσθια μέλη

Γενική εμφάνιση: αρκετά μυώδη, όχι όμως βαριά. Μέτρια γεροδεμένα. Παρατηρούμενα από τα πλάγια, τα μπροστινά σκέλη είναι κατακόρυφα. Παρατηρούμενα από εμπρός είναι παράλληλα και καλά τοποθετημένα στον άξονα του κορμιού.

Ωμοπλάτη: μακριά και κεκλιμένη, καλά εφαρμοσμένη στο θωρακικό τοίχωμα. Η γωνιά της ωμοπλάτης με την άρθρωση του βραχίονα, μετρημένη υπό ιδανικές συνθήκες, πρέπει να είναι περίπου 100 μοίρες.

Βραχίονας: λίγο μακρύτερος από την ωμοπλάτη, κεκλιμένος, καλά τοποθετημένος στο σώμα και μυώδης χωρίς βάρος.

Αγκώνες: φυσιολογικά τοποθετημένοι απέναντι από το θωρακικό τοίχωμα.

Αντιβράχιο: ίσιο, δυνατό, ξηρό

Καρπός: γερός και ευρύς

Μετακάρπιο: σχετικά μικρό παρατηρούμενο από εμπρός, στην κάθετη γραμμή του αντιβραχίου. Παρατηρούμενο από τα πλάγια είναι ελαφρώς κεκλιμένο.

Εμπρόσθια πέλματα: στρογγυλού σχήματος με σφιχτά δάχτυλα. Τα μαξιλαράκια των πελμάτων είναι τραχιά και σκληρά. Νύχια συμπαγή. Το χρώμα τους εξαρτάται από αυτό του μανδύα.

 

Οπίσθια μέλη

Γενική εμφάνιση: πολύ μυώδη αλλά σε πλήρη αρμονία με τα εμπρόσθια. Παρατηρούμενα από πίσω είναι κάθετα και παράλληλα.

Μηρός: μακρύς, κεκλιμένος, έντονα μυώδης χωρίς να είναι χονδροειδής. Η γωνία που σχηματίζει η άρθρωση ισχίου – μηρού πρέπει να είναι περίπου 100 μοίρες.

Μηροκνήμιο (γόνατο): δεν συστρέφεται ούτε προς τα μέσα, ούτε προς τα έξω. Η γωνία που σχηματίζει η άρθρωση κνήμης – μηρού πρέπει να είναι περίπου 120 μοίρες.

Κνήμη: επιμήκης. Οι μύες και οι τένοντες είναι εμφανής και ξηροί.

Ταρσός: η γωνία που σχηματίζει η άρθρωση κνήμης – ταρσού πρέπει να είναι περίπου 130 μοίρες.

Μετατάρσια: αρκετά μικρά, κάθετα και παράλληλα. Χωρίς παράνυχο (εκτός από τις χώρες όπου απαγορεύεται η αφαίρεσή του δια νόμου).

Οπίσθια πέλματα: στρογγυλού σχήματος με σφιχτά δάχτυλα. Τα μαξιλαράκια των πελμάτων είναι τραχιά και σκληρά. Νύχια συμπαγή. Το χρώμα τους εξαρτάται από αυτό του μανδύα.

 

Διασκελισμός – κίνηση

Κίνηση συντονισμένη και αρμονική. Απλωτός διασκελισμός. Τα οπίσθια άκρα δίνουν ισχυρή ώθηση. Τα μέλη κινούνται παράλληλα προς τον οβελιαίο άξονα του σώματος. Κάθετη κίνηση του ακρωμίου κανονική και συγκρατημένη, χωρίς σημαντική κάθετη εκτόπιση της άνω γραμμής του σώματος. Ελαφριά πλευρική ταλάντωση του κεφαλιού και του λαιμού χωρίς υπερβολές.

 

Δέρμα

Λεπτό, ελαστικό, τεντωμένο και διαφορετικού χρώματος για την κάθε μία από τις τέσσερις ποικιλίες:

  1. Bernois: μαύρο κάτω από μαύρο τρίχωμα και άσπρο με απαλές μαύρες ραβδώσεις κάτω από άσπρο τρίχωμα.
  2. Bruno de Jura: Μαύρο. Πιο ανοιχτό κάτω από μπρούτζινο τρίχωμα.
  3. Λουκέρνης: μαύρο κάτω μαύρο τρίχωμα και πιο ανοιχτό κάτω από μπλε πιτσιλωτό τρίχωμα.
  4. Schwytzois: βαθύ γκρι κάτω από πορτοκαλί τρίχωμα και άσπρο με μαύρες ραβδώσεις κάτω από άσπρο τρίχωμα.

 

Μανδύας

Τρίχωμα: Κοντό, ίσιο και πυκνό. Πολύ λεπτό στο κεφάλι και στα αυτιά.

Χρώμα: 1. Bernois: άσπρο με μαύρε κηλίδες ή μαύρη «σέλα». Χαρακτηρίζεται από ανοιχτό έως βαθύ κιτρινόφαιο πάνω από τα μάτια, στα μάγουλα, στην εσωτερική πλευρά των αυτιών και γύρω από τον πρωκτό, ενίοτε πολύ ελαφρώς πιτσιλωτό (μαύρες πιτσιλιές).

  1. Bruno de Jura: κιτρινόφαιο με μαύρη ράχη, ενίοτε ανθρακί. Ή μαύρο με κιτρινόφαιο πάνω από τα μάτια, στα μάγουλα, γύρω από τον πρωκτό και στα άκρα. Ενίοτε υπάρχει μια μικρή άσπρη κηλίδα στο στέρνο. Αυτή η κηλίδα μπορεί να φέρει διακριτικές πιτσιλιές (μαύρες ή γκρι).
  2. Λουκέρνης: μανδύας επονομαζόμενος μπλε, αποτέλεσμα ενός συνδυασμού μαύρων και άσπρων τριχών. Φέρει έντονα πιτσιλιές με κηλίδες ή μια μαύρη «σέλα», η οποία χαρακτηρίζεται από ανοιχτό έως βαθύ κιτρινόφαιο χρώμα πάνω από τα μάτια, στα μάγουλα, στο στέρνο, γύρω από τον πρωκτό και στα άκρα. Η μαύρη ράχη είναι αποδεκτή.
  3. Schwytzois: άσπρο με κηλίδες ή μια κιτρινόφαιη «σέλα» πορτοκαλί απόχρωσης. Ενίοτε ελαφρώς διάστικτο. Η κιτρινόφαιη ράχη πορτοκαλί απόχρωσης είναι αποδεκτή.

Μέγεθος: ύψος στο ακρώμιο: αρσενικά: 49 – 59 εκ. θηλυκά: 47-57 εκ.

Το Γιούρα έχει «βαθύ» βλέμμα και σοβαρό τους ύφος στοιχεία που σε συνδυασμό σε με τα χαρακτηριστικά αυτιά , κάνουν αυτό το σκυλί να ξεχωρίζει και να τραβάει την προσοχή, κερδίζοντας τις εντυπώσεις των λαγοκυνηγών.

 

Ακολουθήστε το kynigesia.gr στο Google News.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Αρκούδα αρπάζει πρόβατο από μαντρί – Βίντεο

Αρκούδα αρπάζει πρόβατο από μαντρί Αρκούδα εισβάλλει στην αυλή ενός σπιτιού σε χωριό της Ρουμανίας - Τα πρόβατα προσπαθούν να προστατεύσουν τα αρνιά τους από...
spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ