spot_img
Τρίτη, 16 Απριλίου, 2024
spot_img
ΑρχικήΚυνήγιΤο κυνήγι, τα όπλα και τα φυσίγγια, για πέρδικα και λαγό

Το κυνήγι, τα όπλα και τα φυσίγγια, για πέρδικα και λαγό

|

Laky Pet Food
Laky Pet Food
Laky Pet Food
Laky Pet Food

Ο λαγός και η πέρδικα είναι τα παραδοσιακά θηράματα των Ελλήνων και οι δεσμοί μας με τα δύο αυτά συμπαθέστατα είδη της Ελληνικής πανίδας, είναι πολύ πιο στενοί, από εκείνους που έχουμε με οποιοδήποτε άλλο αγρίμι. Το κυνήγι τους επιτρέπεται μόνο κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή.

Η επιτρεπόμενη κάρπωση σε κάθε ημερήσια έξοδο ανά κυνηγό, είναι ένας λαγός, για τις πέρδικες δύο πουλιά, σε ότι αφορά την πετροπέρδικα, ή τέσσερα για τη νησιωτική. Το κυνήγι της πεδινής πέρδικας, απαγορεύεται «αυστηρώς και δια ροπάλου», σε όλη την Ελλάδα εδώ και δεκάδες χρόνια. 

Ο λαγός και η πέρδικα, είναι συνδεδεμένα με τη λαϊκή μας παράδοση, τη λαογραφία και τη δημοτική μας μουσική, διότι είναι είδη τα οποία παραδοσιακά συνυπάρχουν με τους αγρότες και σε μεγάλο βαθμό σιτίζονται και προστατεύονται από αυτούς. 

Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος υποχώρησης των πληθυσμών τους, σε ορισμένες περιοχές, όπου εγκαταλείφθηκαν οι παραδοσιακές καλλιέργειες. Οι κυνηγοί με τεχνητή εκτροφή και απελευθερώσεις, αποκαθιστούν κάθε χρόνο ένα σημαντικό αριθμό των άγριων πληθυσμών. Αποτέλεσμα είναι σήμερα οι πληθυσμοί να έχουν ανακάμψει σε κάποιο βαθμό και το μέλλον να προδιαγράφεται αισιόδοκο. Η συμβίωση με τον άνθρωπο, έκανε αυτά τα συμπαθή είδη, να εξοικειωθούν με την παρουσία του και σε πολλές περιπτώσεις να συμπεριφέρονται περίπου σαν οικόσιτα ζώα. 

Ειδικά οι πέρδικες, επειδή δεν μεταναστεύουν, δεν μετατοπίζονται και δεν αλλάζουν τις συνήθειές τους, συχνά συμπεριφέρονται σαν τις οικόσιτες όρνιθες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι χάνουν τις αμυντικές τους ικανότητες, αλλά αντίθετα επειδή γνωρίζουν άριστα την περιοχή όπου ζουν, έχουν πλεονέκτημα απέναντι στους διώκτες τους. 

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους λαγούς, οι οποίοι επίσης είναι εξαίρετοι γνώστες της περιοχής και έχουν πάντοτε προδιαγεγραμμένους διαδρόμους διαφυγής. Το κυνήγι και των δύο αυτών ειδών, είναι πολύ ενδιαφέρον, αλλά απαιτεί καλό εξοπλισμό, καλή γνώση της περιοχής, άριστα σκυλιά, ειδικές γνώσεις σχετικές με τη βιολογία και τις συνήθειές τους, και βέβαια σεβασμό, διότι τα κυνήγια αυτά, δεν μοιάζουν με κανένα άλλο και σχετίζονται με θηράματα τα οποία είναι ενδημικά και απαιτούν πολύ προσεκτική διαχείριση.

 

Ο λαγός 

Είναι το θήραμα του «μερακλή» κυνηγού. Κατά κανόνα οι κυνηγοί που ειδικεύονται στο λαγό, σπάνια ασχολούνται με άλλα θηράματα. Αυτό βέβαια για τους συστηματικούς λαγοκυνηγούς και όχι για εκείνους που θα βρουν περιστασιακά ένα λαγό στο πέρασμά τους. 

Το κυνήγι του λαγού, απαιτεί άριστη γνώση της περιοχής και εξαιρετικά σκυλιά ιχνηλασίας, τα οποία αμέσως μόλις αρχίσει να ξημερώνει, θα πρέπει να οδηγηθούν σε περιοχή που συνήθως βόσκει τη νύχτα ο λαγός. 

Τα έμπειρα λαγόσκυλα θα βρουν τα ίχνη της βοσκής και θα τα ακολουθήσουν, μέχρι να φθάσουν στο σημείο, όπου ό λαγός έχει διαλέξει να περάσει την ημέρα του «κοιμώμενος». Στην ουσία ο λαγός ουδέποτε κοιμάται με την κλασική έννοια, αλλά παραμένει ακίνητος όντας σε ετοιμότητα, εξ ου και ο όρος «λαγοκοιμάται». Είναι δηλαδή πάντοτε σε εγρήγορση, για να μην τον «πιάσουν στον ύπνο». 

Μόλις αισθανθεί ότι τον πλησιάζουν οι σκύλοι, εκσφενδονίζεται με ένα τεράστιο άλμα και ακολουθεί προδιαγεγραμμένη πορεία, την οποία βέβαια μόνο εκείνος γνωρίζει. Στη συνέχεια, κάνει μικρές στάσεις για να αφουγκραστεί τα σκυλιά που τον καταδιώκουν, πριν συνεχίσει τη διαδρομή του προς το άγνωστο για τους διώκτες. Το μειονέκτημά του είναι, ότι διαλέγει κατά κανόνα διαδρομές χωρίς φυσικά εμπόδια, όπως είναι τα μονοπάτια και οι αγροτικοί ή δασικοί δρόμοι. Αυτό το κάνει, για να μπορεί ανά πάσα στιγμή, να επιστρατεύσει το μεγάλο του όπλο, που είναι η ταχύτητα φυγής. 

Το παραδοσιακό κυνήγι του λαγού απαιτεί τουλάχιστον δύο ή τρεις κυνηγούς, εκ των οποίων ο ένας οδηγεί τα σκυλιά και οι υπόλοιποι περιμένουν σε κομβικά σημεία (καρτέρια), απ’ όπου κατά πάσα πιθανότητα θα περάσει. Ο λαγός απορροφημένος στη διαφυγή από τα σκυλιά, δεν υποπτεύεται ότι είναι πιθανό να συναντηθεί με τον κυνηγό, ο οποίος περιμένει στο καρτέρι. Αν ο κυνηγός μείνει ήσυχος και ακίνητος, περνά απαρατήρητος από το λαγό, ο οποίος δεν έχει καλή όραση σε αντίθεση με την ακοή του. Θα τρομάξει και θα αλλάξει πορεία, μόνο αν ακούσει θόρυβο, ή θα δει κίνηση. Σε αυτό το είδος του κυνηγίου, χρειαζόμαστε όπλο το οποίο θα μας δώσει τη δυνατότητα να πυροβολήσουμε σε μεσαίες ή μεγάλες αποστάσεις. 

Το καλύτερο λοιπόν είναι να διαλέξουμε ένα δίκαννο με σύσφιξη ½ στην πρώτη κάννη και πλήρη (full) στην δεύτερη. Οι ρομαντικοί – παραδοσιακοί κυνηγοί του λαγού, κυνηγούν συνήθως με πλαγιόκαννο με τις πιο πάνω συσφίξεις. Εξαίρεση αποτελούν οι κυνηγοί της Κρήτης, όπου σε πολλές περιοχές, κυνηγούν το λαγό «στο πέταγμα». Δηλαδή ακολουθούν τους σκύλους κατά πόδα και πυροβολούν, μόλις ο λαγός θα πεταχτεί από την «κοιμητιά», δηλαδή το γιατάκι του. 

Σε αυτή την περίπτωση, χρησιμοποιούμε όπλο με μηδενική σύσφιξη, ή το πολύ ¼. Τα φυσίγγια που χρησιμοποιούμε στο παραδοσιακό κυνήγι με καρτέρια, έχουν σκάγια Νο 4 ή 5. Ορισμένοι προτιμούν το Νο 3, αλλά πιστεύω ότι αυτό θα πρέπει να γίνεται σε πολύ ανοιχτό πεδίο, όπου η απόσταση που θα πυροβολήσουμε το λαγό μπορεί να υπερβαίνει τα 35 μέτρα. Στην Κρήτη ή όπου αλλού κυνηγούν με τον Κρητικό τρόπο, μπορούμε να χρησιμοποιούμε σκάγια Νο 6. Οι περισσότεροι λαγοκυνηγοί, χρησιμοποιούν γομώσεις 35-36 γραμμαρίων και προσωπικά δεν έχω λόγους να αμφισβητήσω αυτή την επιλογή. Όπως και να έχει το θέμα, δεν θα συνιστούσα γομώσεις πάνω από 40 γραμμάρια. 

Έχει αποδειχθεί ότι τα επιμεταλλωμένα σκάγια (επιχαλκωμένα ή επινικελωμένα) έχουν καλύτερα αποτελέσματα, διότι είναι πιο σκληρά και πιο λεία, με αποτέλεσμα να αποκτούν μεγαλύτερη ταχύτητα και να έχουν ευκολότερη διείσδυση στο σώμα του λαγού. Είναι γνωστό ότι το τρίχωμα του λαγού, είναι πολύ πυκνό και μαλακό, με αποτέλεσμα να κολλάει στα μαλακά και παραμορφωμένα σκάγια και να τα εμποδίζει να διεισδύσουν στο κρέας. 

Πολλοί κυνηγοί διαπιστώνουν κατά την εκδορά, ότι αρκετά σκάγια είναι «τυλιγμένα» με τρίχες και έχουν μόλις διαπεράσει το δέρμα χωρίς να θίξουν το κρέας. Βέβαια δεν είναι μόνο η διεισδυτικότητα που μας ενδιαφέρει, αλλά και ο αριθμός των σκαγιών που θα πλήξουν το λαγό, ο οποίος συχνά καταβάλλεται από το σοκ που του προκαλούν τα πολλά σκάγια και όχι από ένα μοναδικό καίριο πλήγμα. Άριστα αποτελέσματα έχουν δώσει και μερικά σύγχρονα αλλά ακριβά φυσίγγια, τα οποία δεν περιέχουν μόλυβδο αλλά κατασκευάζονται με διαφορετικές τεχνικές και από κράματα ειδικών μετάλλων. Τέτοια σκάγια είναι γνωστά σαν σκάγια βισμούθιου ή τουγκστενίου, βολφραμίου κ.λπ. Αρκετά από αυτά, είναι διπλής ή τριπλής πυκνότητας και τα αποτελέσματά τους είναι καλύτερα από εκείνα του μολύβδου, όμως είναι πολύ ακριβότερα.

Η πέρδικα 

Η χιλιοτραγουδισμένη αρχόντισσα των βράχων, είναι ένα πουλί στο οποίο ο λαός μας έχει δώσει πολλά προσωνυμία, όπως γοργοπόδαρη, γλυκολαλούσα, λεβεντόστηθη κ.α.

Η πετροπέρδικα (alectoris graeca) με τη νησιωτική (alectoris chucar) έχουν μικρές διαφορές για όσους δεν έχουν ασχοληθεί πολύ μαζί τους, αλλά είναι δύο διαφορετικά είδη τα οποία όμως ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Διαφέρουν λίγο στο μέγεθος, στη φωνή και στα χρώματα, όμως έχουν και διαφορετική συμπεριφορά. Στο τελευταίο βέβαια, σημαντικό ρόλο παίζει και ο βιότοπος κάθε είδους, διότι κατά κανόνα η πρώτη ζει στην ηπειρωτική Ελλάδα και συνήθως σε υψόμετρο πάνω από 500 μέτρα, ενώ η νησιωτική ζει στα νησιά μας όπου ο βιότοπος είναι διαφορετικός, καθώς και στη Θράκη. 

Είναι πουλιά αγελαία και συνήθως κάθε κοπάδι απαρτίζεται από τους δύο γεννήτορες και τα πουλιά που γεννήθηκαν το καλοκαίρι, τα οποία σπάνια υπερβαίνουν τα δεκαπέντε. Οι νεοσσοί έχουν αναπτυχθεί πλήρως μέχρι τα τέλη Αυγούστου και έχουν αναπτύξει απόλυτα το «αμυντικό» τους σύστημα. 

Το κοπάδι ζει συγκεντρωμένο μέχρι τον Ιανουάριο, οπότε τα νεαρά που έχουν ωριμάσει και σεξουαλικά είναι σε θέση να αναπαράγονται. Εκείνη την περίοδο το κοπάδι διασκορπίζεται, τα πουλιά ανεξαρτητοποιούνται και αναζητούν ερωτικούς συντρόφους, για να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια. Η περίοδος του κυνηγίου της, αρχίζει την 1η Οκτωβρίου, και κλείνει στις 15 Δεκεμβρίου. Το όριο κάρπωσης για την ορεινή είναι δύο πουλιά ανά κυνηγό και ανά ημερήσια έξοδο, για δε τη νησιωτική, τέσσερα πουλιά αντίστοιχα.

Το κυνήγι της είναι επίπονο και συχνά εξαντλητικό, διότι ο βιότοπός της είναι τραχύς και δύσβατος. Προτιμά τα ανοιχτά μέρη για να βοσκήσει, αν όμως ενοχληθεί, καταφεύγει σε γκρεμούς και βράχια, όπου συχνά είναι αδύνατο να προσεγγίσει ο άνθρωπος. Το κοπάδι αν ενοχληθεί, διασκορπίζεται για να συγκεντρωθεί μετά από αρκετές ώρες και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα πιεστούν περεταίρω τα πουλιά από τους κυνηγούς. 

Η γενικότερη συμπεριφορά τους αν και θεωρείται προβλέψιμη, σπάνια ταυτίζεται με αυτά που αναμένουν οι κυνηγοί. Τα πουλιά άλλοτε φεύγουν πετώντας από τα 100 ή 200 μέτρα μόλις θα αντιληφθούν τον κυνηγό, και άλλοτε τον δέχονται ακόμη και σε απόσταση λίγων μέτρων. Η άμυνά τους βασίζεται κατά κύριο λόγο, στο ταχύτατο περπάτημα και θα πετάξουν μόνο αν δεν έχουν άλλη επιλογή.

Το πέταγμά τους είναι γρήγορο, θορυβώδες χωρίς ελιγμούς και κατά κανόνα σε καθοδική πτήση παράλληλη με την πλαγιά του βουνού. Μόλις αποκτήσουν ύψος μερικών μέτρων από το έδαφος, απλώνουν τα φτερά και πλανάρουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς χαμηλότερο υψόμετρο. Ιδανικό σημείο για να τις πυροβολήσουμε είναι, όταν προσπαθούν να πάρουν ύψος και θέση για να ξεκινήσουν το πλανάρισμα. Αν αρχίσουν να πλανάρουν, καλύτερα να τις αφήσουμε και να προσπαθήσουμε να τις βρούμε και πάλι.

Στο κυνήγι τους είναι χρήσιμο ένα αυτογεμές με μήκος κάννης 65-67 εκατοστών και σύσφιξη ¼. Το ένα επιπλέον φυσίγγιο συγκριτικά με το δίκαννο, θα μας φανεί ιδιαίτερα χρήσιμο, όταν θα πεταχτεί η «τεμπέλα». Στην κυνηγετική ορολογία «τεμπέλα» αποκαλούμε κάποιο πουλί, το οποίο δεν πετάγεται μαζί με το υπόλοιπο κοπάδι, αλλά φεύγει καθυστερημένα και μας δίνει την εντύπωση ότι μας κοροϊδεύει, αν μας βρει με άδειο όπλο. 

Φυσίγγια προτιμώ εκείνα που έχουν αρκετά σκάγια (35-36 γραμμάρια) με πλαστική βυσμάτωση.

Δεν είμαι αρνητικός στη μάλλινη τάπα, είμαι όμως δογματικά αντίθετος με τα φυσίγγια διασποράς. Η εμπειρία μου με έκανε να αποφεύγω τα φυσίγγια διασποράς, διότι συχνά τραυματίζουν τα πουλιά, τα οποία πέφτουν μακριά από τον κυνηγό, ή πέφτουν ζωντανά και απομακρύνονται γρήγορα με τα πόδια, με αποτέλεσμα να χάνονται. Το θήραμα αυτό δεν είναι ανεξάντλητο και θα πρέπει να το διαχειριζόμαστε με μεγάλη φειδώ. Καλύτερα να μην το πετύχουμε καθόλου, παρά να το τραυματίζουμε άσκοπα και να το σπαταλάμε. 

Σκάγια προτιμώ το Νο 6, αλλά ορισμένοι χρησιμοποιούν και Νο 7. Προς τα πάνω ή προς τα κάτω υπερβολές δεν βοηθούν. Αντίθετα βοηθά πολύ, αν μπορούμε να έχουμε επιχαλκωμένα ή επινικελωμένα σκάγια, διότι η πέρδικα είναι ανθεκτικό πουλί με δυνατό μυϊκό σύστημα, το οποίο δεν διαπερνούν εύκολα τα σκάγια. 

Τέλος οφείλουμε να θυμόμαστε ότι η πέρδικα είναι το εθνικό μας θήραμα και την απόλυτη ευθύνη για τη διάσωση, τη διατήρηση και την ανάπτυξή της, την έχουμε εμείς οι κυνηγοί. Πρέπει λοιπόν να είμαστε φειδωλοί και μετρημένοι και να μην την σπαταλάμε με κανένα τρόπο και για κανένα λόγο.

Ακολουθήστε το kynigesia.gr στο Google News.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μικρά διαμετρήματα: ποιο να διαλέξω;

Από τη στιγμή που κάποιος ασχολείται με τα λεγόμενα μικρά διαμετρήματα, είναι σε κάποιο βαθμό «αντισυμβατικός» χαρακτήρας. Το θέμα είναι αν είναι και «ριψοκίνδυνος»… Αν...
spot_img
spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ