spot_img
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
spot_img
ΑρχικήΚυνήγιΠαραδοσιακά κυνήγια στον Μοριά

Παραδοσιακά κυνήγια στον Μοριά

|

Laky Pet Food
Laky Pet Food
Laky Pet Food
Laky Pet Food

Τα αγκίστρια όπως και η μανιάτικη “τραπέλα”, παρόλο που τότε είχαν νομιμοποιηθεί, τώρα δεν είναι επιτρεπόμενα…

Τα αγκίστρια και η “τραπέλα” σφράγισαν όμως μία εποχή που τον κόσμο τον απασχολούσε ο άρτος ο επιούσιος και όχι η τιμή της αμόλυβδης και τα διόδια.

1818: Ο Άγγλος οπλουργός J. Egg, επινοεί πρώτος χάλκινο καψούλι, βάζοντας σε μπροστογιομί τουφέκι τον πυράκμονα (καψουλολόγο). Από τότε αρχίζουν να εκτοπίζονται ραγδαίως τα όπλα με πυριτόλιθο, γνωστό ως τσακμακόπετρα.

1833: Ο Γάλλος F. Lefaucheyx κατασκευάζει το πρώτο αρθρωτό οπισθογεμές όπλο.

1868: Ο Άγγλος W. Greener παρουσιάζει δίκαννο με εσωτερικές σφύρες (Hammrless, σούτο στην δική μας κυνηγετική διάλεκτο).

1880: Ο επίσης Άγγλος A. Langacher κατορθώνει να εφαρμόσει σε αυτό το τουφέκι, το φυσίγγι από πεπιεσμένο χαρτόνι, δίνοντας στο όπλο τον ανώτερο για την εποχή βαθμό τελειότητας.

Η εξέλιξη…

Αργότερα, με την επινόηση του αυτογεμούς από τον J.M.Browning, η εξέλιξη ήταν ραγδαία. Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι το κυνήγι όπως το ξέρουμε έχει ηλικία 200 χρόνων, λογαριάζοντας και τα μπροστογιομί των παππούδων μας. Ο άνθρωπος όμως κυνηγούσε από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στη γη, και για να βάλει στο τσουκάλι φαΐ μεταχειρίστηκε πατέντες…

Έτσι βλέπουμε να πιάνουν υδρόβια με κράχτες, καλλιμάνια και φάσσες με δίχτυα, τσίχλες με ξόβεργες… Ο απόγονος του Οδυσσέα γιατί να υστερήσει σε εφευρετικότητα; Ο κυνηγός, για να αποκτήσει το θήραμα πάντα ίδιες πρακτικές και εργαλεία μεταχειριζόταν.

-“Ρίχνει τα βρόχια στα βουνά, τα ξόβεργα στους κάμπους”, λέει το δίστιχο των δημοτικών τραγουδιών. Με δίχτυα ψάρευε στη θάλασσα και στο ποτάμι, με δίχτυα λέει ο Ξενοφών στον Κυνηγετικό του, έπιανε λαγούς. Με καμάκι τα ψάρια, με ακόντιο και βέλη λιοντάρια και αγριογούρουνα.

Ψαράδες οι “πρωτομάστορες”

Ήταν φυσικό σε παραθαλάσσιες περιοχές να σκεφτούν, ότι αφού δολώνοντας θαλασσινό σκουλήκι στο αγκίστρι πιάνουμε ψάρι, γιατί δολώνοντας σκουλήκι της γης να μην πιάσουμε τσιχλοκότσυφα; Ψάρεμα και κυνήγι είναι δραστηριότητες δεμένες άρρηκτα μεταξύ τους, και απορώ πως μερικοί αντικυνηγοί παριστάνουν τους ψαράδες. Κάπως έτσι επινοήθηκε το κυνήγι με αγκίστρια. Τότε, επιδοτήσεις, αποζημιώσεις, συντάξεις και χρήμα ήταν άγνωστα… Το 1963 που δούλευα λογιστής, το μεροκάματο ήταν 49 δραχμές, το φυσέκι στοίχιζε 3 και με ένα μεροκάματο δεν γιομίζαμε 25 φυσέκια. Κίνητρο για το κυνήγι αυτό, διαδεδομένο στην νότια Πελοπόννησο, ήταν η αδυναμία του φτωχού χωριάτη να έχει ένα μπροστογιομί τουφέκι και μπαρουτόσκαγα. 

Σύνεργα και τεχνική

Κάθε αγκιστρολόγος χειριζόταν ως 250 αγκίστρια. Το “εργαλείο” είχε τρία μέρη. Το παλούκι, το μπερσίμι και το ατζόνι (αγκίστρι). Το παλούκι φτιαχνόταν από ελιά. Είχε μήκος 15 πόντους και πάχος 1. Στη μία άκρη το έκαναν μυτερό με σουγιά και στην άλλη έκαναν δύο κοψιές σταυρωτά. Το μπερσίμι ήταν από μεταξωτό νήμα αντοχής που δεν σάπιζε στην υγρασία. Οι βιοτεχνίες έφτιαχναν με μπερσίμι άμφια και ιερά καλύμματα της εκκλησίας.

Το ατζόνι ήταν ένα μικρό αγκιστράκι, και με τούτα, ο αγκιστρολόγος ακολουθώντας μία δυσνόητη στην ανάγνωση περιγραφή, τελειοποιούσε την παγίδα. Ακολουθούσε νυχτερινή χειμωνιάτικη περιπέτεια. Έπρεπε να βρει γλίστρες, δηλαδή δολώματα (γεωσκώληκες), από 200-500 σχεδόν καθημερινά. Περπατούσε χιλιόμετρα φορτωμένος με αξίνα, σκάβοντας σε μέρη υγρά και κοπριές. Το βράδυ στο φως του λυχναριού έβγαζε τα παλούκια από το κοφίνι και με επιδεξιότητα περνούσε τις γλίστρες στα ατζόνια. Όταν τελείωνε, τα έβαζε αράδες στο κοφίνι, το σκέπαζε με βρεγμένο πανί και το τοποθετούσε σε μέρος ασφαλές από ποντίκια. 

Ώρες και συνθήκες

Κατά τις 4 το ξημέρωμα, φορώντας τριμμένη στρατιωτική χλένη ή άλλο βαρύ ρούχο, ξεκινούσε μέσα στο καταχείμωνο, με κρύο, ψιλοβρόχι, λασπουριές και χιονόνερο. Ένα λαδοφάναρο και ένα παλιό κουτάλι ήταν απαραίτητα συμπληρώματα. Το φανάρι πλεονεκτεί γιατί φωτίζει περιμετρικά πολλά τετραγωνικά, ενώ ο φακός προς μία κατεύθυνση. Έπειτα ο φακός ήθελε μπαταρία και που λεφτά για αγορά, ενώ το φανάρι το γέμιζε με ευλογημένο λαδάκι του πυθαριού. Το κουτάλι βοηθούσε για να καθαριστεί η ξαρίστρα, μία παλάμη τόπος δηλαδή που θα έμπαινε η γλίστρα.

Έτσι, ψαχουλεύοντας στο μισοσκόταδο, πολλές φορές κάτω από παγερό χιονόνερο που πότιζε τη χλένη και την έκανε ασήκωτη, έβαζε τα αγκίστρια του. Η διαδρομή κυμαινόταν από 1-5 χιλιόμετρα και έπρεπε να θυμάται που ακριβώς κάρφωσε το κάθε παλούκι, όμως το πρωί σαν άρχιζε να τα μαζεύει ήταν δύσκολο να μην χάσει κανένα. Πριν λαλήσει ο κατσουρόγιαννης (κοκκινολαίμης), έπρεπε να έχει απαγκιάσει κάπου, τρυπωμένος σε μαντρί, σπηλιά ή ξωκκλήσι για να αποφύγει την παγωνιά, ανάβοντας μικρή φωτιά για να πυρώσει τα ξυλιασμένα μέλη του. Το πρώτο πουλί που θα κελαηδήσει χάραμα είναι ο κοκκινολαίμης, θα ακολουθήσει ο κερομύτης κότσυφας, μετά η τσίχλα και τέλος ο σπίνος θα δώσει το σύνθημα, πως ότι ήταν να γίνει έγινε. Αν δεν έχει πιάσει τίποτα, ή πολύ λίγα, τα πόδια γίνονταν ασήκωτα. Η όλη διαδικασία γεμίζει ένα πλούσιο 9ωρο. Με κέρδος τι; 

Σημείωση: Το κείμενο περιλαμβάνει αποσπάσματα χειρόγραφων σημειώσεων του αείμνηστου Δημήτρη Παπαδέα. 

Ιστορικές καταγραφές

Το 1930 όταν παντρεύτηκε η μητέρα μου, στα προικιά της πήρε και 3 μαξιλάρια γεμισμένα με τσιχλοπούπουλα. Σημαίνει, πως τον καιρό του παππού μου πιάνανε πολλές τσίχλες καθημερινά. Ο πατέρας μου που ήταν κλαδευτής, έφτιαχνε 50-100 αγκίστρια ημέρας που θέλανε άλλη τεχνική. Τα κάρφωνε το πρωί, και το βράδυ που σχόλαγε έφερνε μία αρμαθιά από 10-15 πουλιά. Μου έλεγε πως όταν παντρεύτηκε τη μητέρα μου, χώρια αυτές που φάγανε στο σπίτι, πούλησε 1000 τσίχλες προς 5 δραχμές τη μία, και με το πεντοχίλιαρο αγόρασε μουλάρι.

Τότε τα αγκίστρια, όπως και η πασίγνωστη τραπέλα με την οποία οι Μεσομανιάτες πιάνανε τα ορτύκια ζωντανά, είχαν νομιμοποιηθεί κατόπιν ενεργειών του τοπικού βουλευτή Στρατή Κουλουμβάκη, με δικαιολογία τη φτώχεια των χωρικών. Μέχρι πότε ίσχυσε η ελαστικότητα εφαρμογής του νόμου στη Μάνη για τα αγκίστρια δεν ξέρω.

Δημιούργησε όμως μέχρι την περίοδο 1958-1962 ένα ισχυρό άλλοθι στη συνείδηση εκείνων των φτωχών ανθρώπων, διώχνοντας από το μυαλό τους την ιδέα πως κάνουν κάτι παράνομο. Κάπου κάπου τσακώνανε και κανένα ορτύκι, και σπανιότερα ξυλόκοτα (μπεκάτσα). Ο δικός μου μέσος όρος ήταν 5-7 τσίχλες, που τις παστώναμε και τις πουλούσε ο πατέρας για μεζέ στην ταβέρνα που είχαμε στο χωριό. Όσες σκότωνα με τουφέκι τις κρατούσε η μάνα για δική μας κατανάλωση. Τις τελευταίες τσίχλες πιασμένες με αγκίστρια τις έβαλα στο τσουκάλι Γενάρη του 1973.

Ακολουθήστε το kynigesia.gr στο Google News.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Λύκοι καταβροχθίζουν ένα ελάφι σε χώρο στάθμευσης – Βίντεο

Λύκοι καταβροχθίζουν ένα ελάφι σε χώρο στάθμευσης Οι λύκοι έχουν αυξηθεί κατά πολύ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο σε σημείο που αποτελεί και αντικείμενο συζήτησης της κομισιόν....
spot_img
spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ