spot_img
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024
spot_img

Ο Σιούλας ο ταμπάκος

|

Στα μεγάλα κλεισίματα των πουλιών που γίνονταν στη λίμνη απ’ όλους μαζί τους κυνηγούς, οι ταμπάκοι ήταν πάντα πρώτοι και καλύτεροι…

κείμενο: Δημήτρης Χατζής

από τη συλλογή “Το τέλος της μικρής μας πόλης”

πίνακας: Σπύρος Μέμος

Γαλαζοπράσινη και βαθιά, δίπλα στη μικρή πόλη, απλώνεται η λίμνη… Πίσω απ’ την ανατολική πλευρά του κάστρου, στην άκρη της λίμνης, πάνω στην όχτη της, βρισκόταν ο μαχαλάς των ταμπάκικων. Ετσι τα λέγανε τα βυρσοδεψεία. Και ταμπάκους λέγανε τους βυρσοδέψες. Τα νταραβέρια τους με την πόλη ήτανε πολύ λιγοστά. Έμεναν εκεί, πίσω από το κάστρο, ένας κόσμος ξεχωριστός και κλεισμένος. Τελειωμένος.

Το βράδυ πηγαίνανε σε δικά τους κρασοπουλειά όπου δεν πατούσαν χωριάτες – μονάχα καϊκτσήδες από το μικρό νησί της λίμνης μπαίνανε καμιά φορά και πίνανε λίγο μαζί τους, πριν γυρίσουν στο νησί τους το βράδυ. Με αυτούς τους ένωνε το πάθος του κυνηγιού -γι’ αυτό τους δίναν το ελεύτερο να κάτσουνε δίπλα τους… Άντρες σκληροί και περήφανοι, σπάνια μιλούσανε για δουλειές και συμφέροντα- δεν το καταδέχονταν… Κανένας δεν έφυγε απ’ το επάγγελμα και κανένας ξένος δεν έμπαινε…

Αντρίκεια περηφάνεια…

Ταμπάκος ήτανε κι ο Σιούλας. Από πατέρα ταμπάκο, από μάνα κόρη ταμπάκου. Εκεί γεννήθηκε. Εκεί έμαθε, γράμματα και κολύμπι, πρωτοπήγε στην εκκλησιά και στο κυνήγι στη λίμνη. Και μεγάλωσε, μπήκε στη δουλειά, παντρεύτηκε κι έφκιασε δική του φαμίλια κι έμεινε πάντα με την ψυχή του γεμάτη κλειστή περηφάνεια, ατράνταχτη αυτάρκεια κι αδυσώπητη καταφρόνια για κάθε καινούριο. Κάθε νεωτερισμός ήταν ξιπασμός… Περνάν ωστόσο τα χρόνια, οι άνθρωποι γερνάνε, ρεύουνε χρόνο με χρόνο τα τείχια του κάστρου, αλλάζουν όλα και μήτε προφταίνεις να το νιώσεις.

Δίχως να το νιώσει κι ο Σιούλας, τα μαλλιά του πήραν κι ασπρίζαν. Τα πόδια του, χρόνια μέσα στα νερά, κάπου κάπου το βράδυ πιανότανε. Η Σιούλαινα, σαν κουνέλα, κάθε χρόνο γεννούσε καινούριο Σιουλόπουλο. Και μία τρακάδα παιδιά, πρέπει να χορτάσουν και να ντυθούν και να ποδεθούν και να πάνε σκολειό… Κι οι ταμπάκοι δεν προφτάσαν κι αυτοί να ιδούνε τι γίνεται γύρω τους, κι η δουλειά στα ταμπάκικα όλο και χειρότερα πήγαινε. Σεβρά, λουστρίνια, αδιάβροχα τα φέρναν απόξω φτηνότερα και καλύτερα δουλεμένα.

Δυο τρεις παλιοί δερματεμπόροι στο παζάρι της πόλης το βρήκανε συμφερότερο, αντίς να παιδεύονται με τους ταμπάκους, να μαζώνουνε τα τομάρια και να τα στέλνουν ακατέργαστα στην Ιταλία, στη Μασσαλία, ακόμα και στη Σύρα, για να τ’ αργαστούν εκεί. Με τις μηχανές. Άρχισε έτσι σιγά – σιγά και κάθε βράδυ στα κρασοπουλειά των ταμπάκων απλωνότανε μία θολή καταχνιά, πάνω από τα σκυμμένα κεφάλια.

Κανένας δεν κλαιγότανε, δεν μαρτύραγε τίποτα για τη φτώχεια του, ντρεπόνταν ο ένας τον άλλονε να μιλήσουν. Και κανένας δεν ξέκοβε, δεν έφευγε να πιάσει άλλη δουλειά, τέτοια προδοσιά δεν την έκανε.

Βαστούσαν όλοι μαζί το ταμπάκικο, το βαστούσανε σαν ένα ταμπούρι! Και τις Κυριακές, όλο το χειμώνα, τα δίκαννά τους από τη λίμνη αντιλαλούσανε πάντα στην πόλη το αντρίκειο πάθος τους, τ’ αρχοντικό του κυνηγιού. Στα μεγάλα κλεισίματα των πουλιών που γίνονταν στη λίμνη απ’ όλους μαζί τους κυνηγούς, αυτοί ήταν πάντα πρώτοι και καλύτεροι. Το ’χανε σαν προνόμιο να αρχίζουν αυτοί πριν από το χάραμα, λάμνοντας αγάλια – αγάλια κι όλο κλείνοντας με το ντουφεκίδι τους προς τη μέση της λίμνης τα τρομαγμένα κοπάδια απ’ αγριόπαπιες, τις φαλαρίδες, και κάποτε τις μεγάλες όμορφες αγριόχηνες…

Η μεγάλη απόφαση!

Και σ’ αυτά τα κλεισίματα των πουλιών τα μεγάλα και στα δικά του τα μοναχικά κυνήγια, ο Σιούλας ξαναζούσε ακόμα τους καημούς και τα μεράκια και τις περηφάνειες της ψυχής του από τον καιρό της νιότης του ως τα τώρα που πήρε και γέρασε, πήρε και φτώχυνε – ξέπεσε. Το βράδυ γύριζε σπίτι κατακομμένος, με τα πόδια πιασμένα από το κάτσιμο σταυροπόδι όλη μέρα μέσα στο στενό καραβούλι, με τα ρούχα μουσκεμένα απ’ την υγρασία. Άνοιγε την πόρτα σπρώχνοντάς την με την πλάτη και πετούσε τα κυνήγια στο πάτωμα, στη μέση απ’ το δωμάτιο… Οι καϊκτσήδες, οι νησιώτες κι άλλοι φουκαράδες μέσα στην πόλη κυνηγούσανε, κάναν το κέφι τους, τρώγαν όσα θέλαν και βγαίναν ύστερα στο παζάρι, και τα περιπλέον τα πούλαγαν. Ενας ταμπάκος, ποτές! Για τον κόσμο όλον…

Κι ήρθε τότε μία βδομάδα ολόκληρη που τ’ αργαστήρι του Σιούλα σταμάτησε… Η γυναίκα του τα ’φερε βόλτα μοναχή της. Αυτουνού δεν του ’πε τίποτα, δεν τον ρώτησε τίποτα, μήτε τον κοίταξε στα μάτια, όλη τη βδομάδα. Παραπάνω δεν το μπόρεσε. Σταύρωσε τα χέρια κι έκατσε κι έκλαψε καρτερώντας το μεσημέρι που θα ’ρχονταν όλοι και δε θα ’χε να τους δώσει μήτε φαΐ μήτε ψωμί. Αυτός ανέβηκε πάνω, μπήκε στο δωμάτιο, την είδε στη γωνία, ένιωσε τα μάτια των παιδιών του που ήταν καρφωμένα πάνω του.

“Και τ’ άφησες έτσι τα παιδιά;”

Αυτή δε μίλησε, καθόταν πάντα στην άκρη με το κεφάλι σκυμμένο.

“Και δεν έπαιρνες κατιτίς από το μπακάλη;”

Η γυναίκα σήκωσε μία φορά τα μάτια της και κοίταξε.

-“Τι δε μιλάς; Γιατί;”

Ξανάσκυψε το κεφάλι της:

-“Δε μας δίνει πια”, είπε με ταπεινοσύνη σα να ’φταιγε αυτή.

-“Και ψωμί; Τι δεν έπαιρνες λίγο ψωμί;”

-“Μήτε ο φούρνος μάς δίνει”.

Τα παιδιά σκορπίσανε, έφυγε κι εκείνη, πήγε στην αδερφή της να κλάψουν μαζί. Αυτός απόμεινε μόνος μέσα στο δωμάτιο, μέσα στο σπίτι. Πιο πολύ κι από τη δυστυχία, απ’ την πληγωμένη περηφάνια και την ντροπή μπροστά στα παιδιά του, όλο τ’ απόγεμα, μοναχός του εκεί μέσα, σκεφτότανε τη γυναίκα – την αδικία του. Έπαιρνε να βραδιάσει όταν σηκώθηκε. Κανένας τους δεν είχε ακόμα γυρίσει στο σπίτι. Ξεκρέμασε το δίκαννο, το κοίταξε, το ξανακοίταξε, το πήρε παραμάσκαλα και κατέβηκε.

-“Τι έπαθε;” ρώτησε ο γύφτος κι έκανε να το πάρει.

Δεν είχε την όρεξη να ανοίξει τώρα κουβέντες μαζί του. Ήταν ένας γύφτος φουκαράς, ψευτοντουφεξής, έφκιαχνε για ένα τίποτα τα ντουφέκια των φουκαράδων.

-“Το ’χω για πούλημα. Θα πάρω άλλο”, είπε τέλος κοφτά και του ’δωσε το ντουφέκι.

Ήταν ένα καλό βελγικό δίκαννο, δωδεκάρι δίχως λύκους. Ο γύφτος το ’ξερε από παλιά, μήτε το πήρε στα χέρια του μήτε το κοίταξε. Κοίταζε αυτόν, και τα μάτια του παίζανε στο καπνισμένο του μούτρο.

Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε:

-“Όχι, Σιούλα… Μη το δώσεις, αδερφέ μου”

-“Δεν το παίρνεις δηλαδή;”

-“Εγώ το παίρνω και το παραπαίρνω… Και διάφορο θα ’χω…”

-“Δεν τα’ αφήνεις αυτά τα γύφτικα τα παζάρια; Πόσα δίνεις;”

-“Ξέρω Σιούλα, που δε θα πάρεις άλλο… Μα μη το δώσεις, αδερφέ μου, το δίκαννο, δεν το ξαναπαίρνεις ύστερα”. Ο γύφτος δεν παζάρευε.

-“Ήρθανε κι άλλοι ταμπάκοι, πολλοί, κακό πράμα. Όποιος το ’χε ένα μονάχο, εγώ δεν το πήρα… Χρόνια τρώω το ψωμί σας, όλο με τους φουκαράδες. Δώσ’ το σ’ άλλον. Δεν τα μολεύω τα χέρια μου…”. 

Κατέβασε τα μάτια του, κατέβασε το κεφάλι του. Ένας γύφτος τον είχε πει φουκαρά. Αν ο γύφτος δεν έβγαζε τα καπνά του να στρίψουν τσιγάρο, θα ’φευγε κυνηγημένος την ίδια στιγμή – ντρεπότανε.

-“Έχεις δίκιο”, είπε σε λίγο χωρίς να σηκώσει τα μάτια του. Ύστερα τα σήκωσε και τον κοίταξε.

-“Καλός άνθρωπος είσαι”, του ’πε σα να του το χρώσταγε και του χαμογέλασε. Κίνησε να φύγει. Ο γύφτος τον σταμάτησε.

-“Ξέρω”, είπε πάλι… “Δυσκολίες, αναδουλειές, τα παιδιά… Μα μη το δώσεις το ντουφέκι σου, ταμπάκος άνθρωπος. Θα μαραθείς”.

Έβγαλε και του ’δωσε ένα κατοστάρικο.

-“Άμα είναι το, το ξαναφέρνεις…”. Το πήρε. Το πήρε και δεν ένιωθε καμιά ντροπή. Το κράταγε μέσα στη χούφτα του και μία γλύκα περνούσε σ’ όλη του την ψυχή, ως το κορμί του την ένιωθε, σα μία ζέστα. Όχι που θα το πήγαινε σπίτι. Πιο πολύ γι’ αυτή τη γνωριμία των ανθρώπων πρώτη φορά στη ζωή του, τη γνωριμία των φουκαράδων, πρώτη γνωριμία του εαυτού του… Καθώς περνούσε τους δρόμους κατεβαίνοντας για τα ταμπάκικα, κατιτίς καινούριο, ζωντανό και ζεστό, σαν ένα φως έπαιζε μέσα του.

Πριν απ’ το χάραμα σηκώθηκε. Πατώντας στα νύχια, πήρε πάλι το δίκαννο και κατέβηκε. Μπήκε στο καραβούλι και τράβηξε για τη Μεγάλη Βαθειά – έτσι το λέγανε τ’ ανοιχτό μέρος της λίμνης. Όταν γύρισε πίσω είχε φέξει πια για καλά. Στην πόρτα στ’ αργαστήρι στάθηκε κι έβαλε μία φωνή. Τα παιδιά κατεβήκαν και θάμαζαν το πλούσιο κυνήγι. Ξεκρέμασε απ’ την πλάτη του το δίκαννο και τους το ’δωσε, τους έδωσε και τρία παπιά.

-“Δώστε τα στη μάνα σας”, τους είπε μόνο.

Τα παπιά στο παζάρι

Ξανάφυγε με καμιά δεκαριά πουλιά στα χέρια του κι ούτε γύρισε να κοιτάξει κατά το σπίτι. Και τράβηξε γραμμή κατά το παζάρι, μέσα απ’ τα ταμπάκικα, μπροστά απ’ τ’ αργαστήρια, στητός, χτυπώντας βαριά τα ποδήματά του…

…Έτσι πήγε κάποτε ο πρώτος ταμπάκος, στάθηκε στο παζάρι και πούλησε το κυνήγι του. Ύστερα πήγανε κι άλλοι. Κόντευε η άνοιξη και πάνω απ’ τη λίμνη κοπάδια αγριόχηνες τραβούσανε πια για ψηλότερα. Σαν τρομαγμένα κι αυτά… 

Ακολουθήστε το kynigesia.gr στο Google News.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Όπλα: Αλουμίνιο ή χάλυβας;

Όπλα: Αλουμίνιο ή χάλυβας; Προφανώς το ερώτημα απευθύνεται στα δίκαννα και όχι στα αυτογεμή. Άλλωστε σήμερα ελάχιστα αυτογεμή κατασκευάζονται με βάση από χάλυβα Καλό και άγιο...
spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ