spot_img
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
spot_img
ΑρχικήΚυνήγιΚυνηγετικές ΙστορίεςΗ “Δεντράρα” της Σύρου

Η “Δεντράρα” της Σύρου

|

Μια φορά και ένα καιρό… πολλά χρόνια πίσω, στην Σύρο υπήρχε ένα μέρος που στην έναρξη του κυνηγίου ήταν πόλος έλξης για τους τρυγονοκυνηγούς… η “Δεντράρα” (το όνομα προέρχεται … από το μεγάλο δέντρο). Διάσημος τόπος. Απ’ όποια παρέα και να πέρναγες στα καφενεία ή τις καφετέριες, άκουγες και τη λέξη “Δεντράρα”, είτε σε ιστορίες και αφηγήσεις για κυνήγια περσινά, προπέρσινα ή παλαιότερα – με βάθος χρόνου και 20 χρόνια!), είτε όταν γινόταν αναφορά σε προγραμματισμό κυνηγίου για την τρέχουσα κυνηγετική περίοδο.

της Δέσποινας Λυκούδη

Τέλος καλοκαιριού ήτανε. Λίγο τα μπάνια, λίγο οι βραδινές βόλτες στην όμορφη Ερμούπολη, η μετακόμισή μου από Αθήνα (όπου μέναμε οικογενειακώς κάποια χρόνια) δεν μου είχε κοστίσει.
Πέρναγα καλούτσικα. Μέχρι τη στιγμή που στο σπίτι σήμανε συναγερμός λόγω της επικείμενης έναρξης κυνηγίου και όταν λέω συναγερμός, το εννοώ. Τα απογεύματα έπαψαν να είναι απλά και ξένοιαστα. Ο ελεύθερος χρόνος του “καλού” μου ξαφνικά δεν του έφτανε. Με το που σχόλαγε από τη δουλειά, ίσα που προλάβαινε να κάνει μπάνιο (δούλευε στο Νεώριο!) και να φάει κάτι.
Φίλοι και γνωστοί τον περίμεναν είτε στα κυνηγετικά στέκια, είτε στις καφετέριες. Έπρεπε να κανονίσουν τα “περί κυνηγίου”, “περί ενάρξεως”, “περί τρυγονιών”, “περί Δεντράρας” κ.λπ…
Κατά πως έδειχναν τα πράγματα, όλα τα ζητήματα ήταν πολύπλοκα – αφού απογεύματα και απογεύματα αναλύονταν και συζητούνταν, αλλά η οριστική διευθέτησή τους δεν ερχόταν επί εβδομάδες… Η περίπτωση της “Δεντράρας”, κατά πως φαινόταν ήταν εξαιρετικά πολύπλοκη.
Αφού πέρασα αρκετά απογεύματα χαζεύοντας τηλεόραση, ελπίζοντας ότι ο “καλός μου” θα τέλειωνε με αυτές τις … “συνεννοήσεις”, ένα απόγευμα, μόλις τον είδα έτοιμο να ξεπορτίσει, πάτησα πόδι και έθεσα βέτο.
“Θα έρθω και εγώ μαζί. Θέλω να δω τόσο καιρό που πηγαίνεις και συναντάς τους κυνηγούς και για ποιο λόγο δεν μπορείς να καταλήξεις επιτέλους στο τι θα κάνεις, για να τελειώσει αυτή τη ιστορία. Ένα καφέ θα πιώ μαζί σας, δεν θα σας ενοχλήσω”.
Ήμουν τόσο απόλυτη που δεν του άφησα κανένα περιθώριο.
Κατεβήκαμε στην πλατεία όπου υπάρχουν πολλές καφετέριες, οι περισσότερες εξ αυτών γεμάτες κόσμο. Οι περισσότερες παρέες, άντρες. Διαλέξαμε ένα τραπεζάκι και καθίσαμε. Σε χρόνο ρεκόρ, είχαμε παρέα. Πριν καν έρθει ο καφές η συζήτηση για το κυνήγι είχε “ανάψει” για τα καλά.
Τρυγόνια, ορτύκια, σκύλοι, όπλα, φυσίγγια… “Δεντράρα”.
Μπλέχτηκα με όσα άκουγα. Δεν καταλάβαινα και πολλά, όμως κάπου ενδιάμεσα σ’ όλα αυτά μερικά πράγματα μου έκαναν εντύπωση. Το πρώτο που με εντυπωσίασε, ήταν ότι κάποιοι είχαν κανονίσει να πάρουν την άδεια τους ειδικά στην έναρξη του κυνηγίου. Το δεύτερο, ότι κάποιοι κοιμόντουσαν στο βουνό, επειδή ήθελαν με το ξημέρωμα να ήταν ήδη στο βουνό. Και το τρίτο, το πιο εντυπωσιακό ήταν, ότι κάποιοι “μίσθωναν” άτομα να πάνε το βράδυ στη “Δεντράρα”, να κοιμηθούν εκεί, απλά για να φυλάνε το πόστο του ενδιαφερόμενου κυνηγού, ο οποίος πήγαινε και έπιανε τη θέση αυτή πολύ νωρίς το πρωί.
Όταν φύγαμε, ήμουν πιο μπερδεμένη απ’ ότι πριν. Πολύ δύσκολο φαινόταν όλο αυτό το σκηνικό.
-“Μα γιατί γίνονται όλα αυτά;”, ρώτησα.
-“Γιατί αυτό το μέρος είναι το σημείο ορόσημο. Είναι παράδοση, αλλά και πρακτικά είναι το καλύτερο μέρος για το κυνήγι του τρυγονιού”, μου απάντησε ο άντρας μου.

Παραμονή κυνηγίου, ο καλός μου, από βραδύς μάζεψε κάποια πράγματα (ρουχισμό, φυσίγγια, όπλα, φαγητό και νερό) και έφυγε για τα βουνά. Γύρισε κάποια στιγμή το μεσημέρι, πτώμα στην κούραση και έπεσε ξερός. Δεν έφερε τρυγόνια και ήταν εκνευρισμένος γιατί, όπως είπε, δεν είχε πέρασμα.
Με το που δρόσισε, δέκα η ώρα θα ήτανε, ετοιμάστηκε και πάλι, πήρε όλη την “προίκα” του και δρόμο…
Την επόμενη το ίδιο και διαφαινόταν μέλλον στην ιστορία, γιατί και αυτός είχε κανονίσει -όπως και αρκετοί άλλοι- να έχει άδεια μια εβδομάδα. Ο στόχος φαίνεται ήταν κοινός: η αναμονή των τρυγονιών. Ούτε επιδημία να ήταν αυτό που κυρίευε την πλειοψηφία του ανδρικού πληθυσμού του νησιού εκείνη τη χρονική περίοδο! Κάποιο απόγευμα, ενώ τον είδα να ετοιμάζει την κυνηγετική του τσάντα (νερό, καφέ και σάντουιτς) σηκώθηκα και του δήλωσα με σιγουριά ότι θα πάω και εγώ μαζί.
“Θα βαρεθείς”, μου είπε, αλλά εγώ επέμενα ότι θα απολαύσω τη φύση. “Θα κρυώνεις”… μου είπε, αλλά αποκρίθηκα ότι θα ντυθώ καλά. “Θα κοιμηθείς στο χώμα”… μου είπε, αλλά επέμενα ότι θέλω να πάω και δεν φοβάμαι να κοιμηθώ στην ύπαιθρο.
Τέλος πάντων με τα πολλά συμφώνησε να πάω μαζί του. Επέμενε να φορέσω πολύ ζεστά ρούχα, παρότι ήταν ακόμα καλοκαίρι (άλλωστε ήταν Αύγουστος και είχε αρκετή ζέστη). Επέμενε επίσης να πάρω μαζί μου και ένα πολύ ζεστό μπουφάν κυνηγιού (αυτό το κράταγα στα χέρια και με βάραινε κιόλας).
Ξεκινήσαμε με το μηχανάκι και αφού το αφήσαμε στην άκρη ενός δρόμου διανύσαμε και λίγο χωματόδρομο προχωρώντας. Νύχτα ήτανε δεν έβλεπα και πολλά από το γύρω τοπίο. Αφού καθίσαμε για λίγο απολαμβάνοντας τη σιγαλιά της νύχτας, μου είπε ότι πρέπει να βρω ένα μέρος να ξαπλώσω.
Ούτε υπνόσακο είχα, ούτε μαξιλάρι. “Βάλε μια λεία πέτρα πάνω και την τσάντα, καθάρισε και το έδαφος από πέτρες και κλαδιά και πάρε έναν ύπνο γιατί το πρωί κατά τις 5 θα ξυπνήσουμε να πιούμε καφέ…”, μου είπε. Δική μου ήταν η ιδέα να τον ακολουθήσω στα βουνά. Επομένως δεν ήθελα να κάνω τη δύσκολη όταν είδα πού και πώς έπρεπε να κοιμηθώ…
Μου έφτιαξε με επιμέλεια και προσοχή -δεν έχω παράπονο- ένα ίσιωμα για να ξαπλώσω, το ίδιο έκανε και για τον ίδιο. Δημιούργησε ένα άλλο πλάτεμα δίπλα για εκείνον. Ξαπλώσαμε, και εκείνος, σε λίγα λεπτά κοιμόταν ήδη. Και τότε, συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά όσο τα φανταζόμουν.
Κάποιες πέτρες καρφώνονταν στα πλευρά μου -όπως και αν γύριζα- ενώ αριστερά και δεξιά μου υπήρχαν διάφορα κλαδιά που πραγματικά δεν ήξερα τι μπορούσαν να κρύβουν από κάτω τους. Μπορεί να είχαν σκορπιούς, φίδια ή ποντίκια… Μπορεί αράχνες ή μυρμήγκια να ανέβαιναν πάνω μου την ώρα που εγώ θα κοιμόμουν… Φόβος και τρόμος με κυρίεψε, αλλά τι να κάνω. Σηκώθηκα και έμεινα καθιστή αρκετή ώρα, αλλά το βαρέθηκα κι αυτό. Πόναγε πλέον και η μέση μου, έπρεπε να ξαπλώσω… Ένιωθα ότι έπρεπε να ξαπλώσω για να ξεκουραστούν και τα πόδια μου που τα ένιωθα ήδη πρησμένα από την ολοήμερη κούραση και το περπάτημα. Τελικά υπέκυψα. Ξάπλωσα. Και ενώ στην αρχή σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να μείνω ξύπνια για να έχω το νου μου στα πάσης φύσεως έντομα που μπορεί να δοκίμαζαν αναρριχήσεις στο σώμα μου, τελικά ο Μορφέας με κυρίευσε. Κατά τις 5 ένιωσα το χέρι του καλού μου να με τραντάζει. “Ξύπνα, μου είπε, να δεις τι ωραία που είναι τώρα η φύση πριν την ανατολή του ήλιου”. Με κόπο άνοιξα τα μάτια μου. Ένιωσα ότι κρύωνα. Κρύωνα πολύ. Από την κούραση είχα πέσει ξερή, όμως τώρα που ήμουν ξύπνια, αισθανόμουν την υγρασία της νύχτας και την παγωνιά σε όλο μου το σώμα, αλλά κυρίως στην πλάτη μου. Έσφιξα πάνω μου το μπουφάν, (που μου ήταν και μεγάλο) ελπίζοντας ότι μόλις κάνω μερικά βήματα και πιώ λίγο καφέ θα ζεσταθώ.
Έφτιαξα τον καφέ, ήπιαμε λίγο, αλλά το κρύο – κρύο. Τίποτα δεν άλλαξε. Κάθισα σε μια γωνιά κουλουριασμένη σχεδόν, ελπίζοντας ότι ο καλός μου τώρα που ξύπνησε θα έβγαζε το δικό του μπουφάν να μου το δώσει. Όμως φαίνεται ότι και εκείνος κρύωνε γιατί δεν το έβγαλε ή ότι από την ανυπομονησία του για τα τρυγόνια ξεχάστηκε…
Ετοιμάστηκε, έβγαλε το όπλο από τη θήκη, το γέμισε, ετοίμασε τα φυσίγγια του, πήρε την καλή του θέση, μου είπε πού πρέπει να μείνω για να μην ενοχλώ και να μην με βλέπουν τα πουλιά και περίμενε…
Εγώ συνέχισα να κρυώνω, αλλά τι να πω… Όταν θα αρχίσει το τουφεκίδι, σκέφτηκα, θα τον ενοχλεί το μπουφάν οπότε θα το πάρω να ζεσταθώ… Κάποια στιγμή, είπε ότι κάνει ζέστη. Αν εκείνη τη στιγμή έβλεπε τη ματιά που του έριξα, θα τρόμαζε. Δολοφονική τουλάχιστον…
“Φτιάξε ένα καφέ ακόμα (τον στιγμιαίο) και έλα να απολαύσουμε το τοπίο”, μου είπε… βγάζοντας το μπουφάν του. Πριν ακόμα προλάβει να ακουμπήσει το μπουφάν στο βράχο που καθόμαστε, το είχα πιάσει στον αέρα, το φόρεσα στη στιγμή πάνω από το δικό μου και έκλεισα μέχρι πάνω το φερμουάρ. Το τοπίο, τη δεδομένη στιγμή, ήταν το μόνο που δεν με ενδιέφερε. Το κρύο που είχα “μαζέψει” όλη τη νύχτα, αλλά και η κούραση με είχαν ταλαιπωρήσει άσχημα.
Το μόνο που ονειρευόμουν εκείνη τη στιγμή ήταν, να ήμουν στο ζεστό μου κρεβάτι και να κοιμάμαι… Τώρα με το δεύτερο μπουφάν καλά κλεισμένο μέχρι το λαιμό, υπήρχε προοπτική βελτίωσης της κατάστασης. Με είδε και απόρησε. “Μα καλά κρυώνεις τώρα ή μου κάνεις πλάκα;” Τι να απαντήσω; Ότι περίμενα ώρες τώρα να βγάλει το μπουφάν για να το φορέσω; Ή ότι από εγωισμό δεν του το είχα ζητήσει ενώ κρύωνα; Με αναπτερωμένο το ηθικό έφτιαξα καφέδες και έκατσα σε μια άκρη.
Σε ερωτήσεις του τύπου “δεν είναι πολύ ωραία εδώ ψηλά;”, οι απαντήσεις μου μάλλον με γρυλίσματα έμοιαζαν.
Αφού τελειώσαμε και με τον καφέ, τα μαζέψαμε για την επιστροφή…
Στη διαδρομή μου ζήτησε, μεταξύ σοβαρού και αστείου, να βγάλω το δεύτερο μπουφάν, γιατί έμοιαζα με μπόγο ή με ρακοσυλλέκτη που κοιμάται στα παγκάκια με όλα του τα ρούχα, όμως εγώ δεν του έδωσα και μεγάλη σημασία.
Το δεύτερο μπουφάν συνέχισα να το φοράω ακόμα και μέσα στο σπίτι. Το έβγαλα μόνο όταν πήγα για απογευματινό ύπνο.
Το βραδάκι, όταν ο καλός μου ετοιμάστηκε και πάλι για το ραντεβού “με το έμπα των τρυγονιών” στη “Δεντράρα”, τον ξεπροβόδισα με χαμόγελο ευτυχίας…
Μετά από αυτή την ταλαίπωρη νύχτα, η προοπτική να κοιμάσαι στο μαλακό και άνετο κρεβάτι, μακριά από επικείμενες απειλές εντόμων και ερπετών, ήταν για μένα πιο δελεαστική από το να βρίσκεσαι χάραμα στο βουνό, με ένα καφέ στο χέρι ατενίζοντας τον ήλιο που σιγά – σιγά εμφανίζεται πίσω από τα βουνά..
Γι’ αυτό και για μερικές δύσκολες στιγμές (τσιμπήματα κουνουπιών κυρίως) δεν έγινα κυνηγός. Λιγοψύχησα πριν ακόμα ξεκινήσω με τις αστοχίες… σε κανονικές βολές.

 

Ακολουθήστε το kynigesia.gr στο Google News.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Κοζάνη: Κοπάδι αγριογούρουνων βολτάριζε στο δρόμο προς Πτολεμαΐδα – Βίντεο

Κοζάνη: Κοπάδι αγριογούρουνων βολτάριζε στο δρόμο προς Πτολεμαΐδα Το κυνήγι έχει πάψει εδώ και καιρό και τα αγριογούρουνα δίχως κανένα φόβο πλέον ξεχύνονται στους...
spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ