spot_img
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
spot_img
ΑρχικήΚυνήγιΦτερωτάΠέρδικες στα γκρέμια της θαλασσινής

Πέρδικες στα γκρέμια της θαλασσινής

|

Με τις νησιώτικες θαλασσοπέρδικες συναντηθήκαμε στα λημέρια τους, όταν με τους φίλους του Στέλιου και ένα φουσκωτό, πήγαμε λίγα μίλια μακρύτερα από το χωριό που με φιλοξένησαν. Εμπειρία όμορφη, με πολλά απρόοπτα, και ένα υπέροχο κυνήγι που έμεινε βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου.

Ο φίλος μου περίμενε στο λιμάνι και λίγο μετά βρισκόμαστε στην αυλή του με την πανοραμική θέα του Κυκλαδίτικου τοπίου. Είπαμε λίγα εκείνο το βράδυ, βόλεψα τα σκυλιά σε χώρο που μου είχαν ετοιμάσει κάτω από την σκάλα και ξεράθηκα στον ύπνο. Τα όμορφα άρχισαν από το πρωινό της επομένης. Επισκέψεις στις ομορφιές του νησιού, στα κτήματα και το βράδυ ουζάκια παρουσία και της υπόλοιπης παρέας. Τους άκουγα να μιλάνε και παρακολουθούσα σιωπηλός. Την ώρα που εμείς οι στεριανοί αναρωτιόμαστε αν θα βρούμε πέρδικες, αυτοί “τις είχαν δεμένες” … Η προσέγγιση της περιοχής που επιλέχτηκε γίνεται πολύ ευκολότερα από θάλασσα, σε αντίθεση με τη στεριά που προϋποθέτει πολύωρο και εξαντλητικό περπάτημα.

Η θάλασσα εκεί, έλεγαν, είναι μονίμως ευμετάβλητη και κανείς με σιγουριά δεν κανονίζει τίποτα, αν πρώτα δεν απλωθεί το φως της χαραυγής πάνω της. Βαγγέλης και Ζαχαρίας επέμεναν να πάμε. Ο Στέλιος όμως και περισσότερο ο Κώστας που είχε το φουσκωτό, ήταν αρνητικοί, λέγοντας πως για ταξίδι δεν υπήρχε πρόβλημα όμως ο κυματισμός στα βράχια δεν θα μας άφηνε να πλησιάσουμε και να βγούμε έξω. 

Το βραδάκι όμως, όταν από ψηλά βλέπαμε καΐκια και ψαρόβαρκες να ανοίγονται στο Αιγαίο, πάρθηκε η απόφαση, αφού “σημάδια” και προγνώσεις έδειχναν καλοσύνη.

Τα δύο φουσκωτά ξεκίνησαν ακριβώς στις 05.30 και λίγα λεπτά μετά χάθηκαν και τα τελευταία φώτα της στεριάς. Τα σκυλιά μου ζαρωμένα στα πόδια μου με κοιτούσαν τρομοκρατημένα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι, σκύλοι και αφεντικά ήταν μέσα στην τρελή χαρά. Με όσα γκάζια έβγαζαν οι διπλές εξωλέμβιες πηγαίναμε, και αν μας συνέβαινε κανένα ατύχημα την άλλη μέρα το δελτίο του Υ.Ε.Ν. θα έλεγε: Αγνοούνται εφτά κυνηγοί και οκτώ κυνηγόσκυλα που επέβαιναν σε φουσκωτές λέμβους, αλλά δόξα τον Θεό δεν χρειάστηκε, αφού μετά από μισή ώρα φτάσαμε στον ήρεμο κολπίσκο. 

Πρώτοι πήδηξαν έξω ο Ζαχαρίας με τον Βαγγέλη, μετά τα σκυλιά και οι υπόλοιποι και τελευταίος ο Κώστας που έριξε άγκυρα και βγήκε κολυμπώντας τραβώντας έξω και ένα σχοινί. Σακίδια και όπλα στην πλάτη, σκυλιά στο λουρί, και στη σειρά αρχίσαμε ανηφορικό περπάτημα ως ένα ίσωμα που διατηρούσε υποτυπώδη βλάστηση με λίγα κέδρα, φρύγανα, ασφάκες και θυμάρια. 

Στο πλάτωμα εκείνο χωρίσαμε. Οι πιτσιρικάδες τράβηξαν προς τα γκρέμια και σ’ εμάς τους τρεις άφησαν τα ευκολότερα. Βέβαια πόσο εύκολο είναι το περπάτημα πάνω σε “λεπίδια”, μόνο πατούσες σκύλων και σόλες από μποτάκια μπορούν να το περιγράψουν. Ένα απέραντο τοπίο με γκρέμια, βράχια και πέτρα, παντού πέτρα. Λιγοστό χώμα και κάποιος ασθενικός θάμνος υπήρχαν μόνο σε σημεία που η βροχή το παρέσυρε, αλλά βρήκε μετά εμπόδιο και έμεινε εκεί. 

Δυο τουφεκιές στην αρχή και μια αργότερα έδειχναν πως Βαγγέλης και Ζαχαρίας βρήκαν πουλιά. 

Από ψηλά έβλεπα τα πόιντερ του Στέλιου να πλησιάζουν πονταριστά σε μια σχιστοβραχιά, τον ίδιο να παίρνει θέση και τον αντίλαλο από τις επιτυχημένες τουφεκιές που “ταξίδευε” στη χαράδρα.  Κόντευε 1000 χωρίς κανείς από εμάς να έχει άλλη συνάντηση με πετούμενο πέρα από λίγα γλαρόνια, και τσοπανάκια. Στο μεταξύ, ανησυχούσα που το νερό  τελείωνε από δίψα σκύλων και αφεντικού και δεν έβλεπα τα πέλματά τους που είχαν ματώσει. Πάθος και φιλότιμο όμως υπερίσχυσαν των πόνων και με έβγαλαν ασπροπρόσωπο. 

Στην πρώτη επαφή με τις πέρδικες, πήραν τον αέρα “οδηγό” και πονταριστά πλησίασαν μέχρι την στενή ψευτοσάρα όπου καρφώθηκαν μαρμαρωμένα… Οκτώ νησιώτικες πετάχτηκαν πολύ μπροστά και χωρίς να ακουστεί φτεροκόπημα βούτηξαν ατουφέκιστες βαρκάδα στο γκρεμό. Συνηθισμένος από κοντινότερα σηκώματα στο κυνήγι της ορεινής, αναρωτιόμουν τι είχε συμβεί; Τα πουλιά περπάτησαν τόσο ή τα σκυλιά είχαν κάνει λάθος εκτίμηση της θέσης τους; 

Δυο ακόμη ταυτόχρονοι σχεδόν ντουμπλέδες ακούστηκαν κάτω και αριστερά. Βγήκα στις άκρες και είδα τα παιδιά να χαϊδεύουν τα σκυλιά, σαν επιβράβευση μετά την επιτυχία. 

Η σειρά μου ήρθε δυο ώρες μετά, όταν ο ήλιος και πέτρες “έψηναν”. Επίδειξη άριστης συνεργασίας  από τα μπρετόν που στήθηκαν μπροστά από ασφάκες και φρύγανα. Παραπίσω έδαφος καραφλό και στο τελείωμα στητός βράχος. Κινήθηκα πλάι, βγαίνοντας λίγο μπροστά από την δική τους ευθεία. Λες και το βλέμμα μου ακολούθησε το δικό τους, είχα την αίσθηση πως κοιτούσαν μακρύτερα από το σημείο με την ξερή βλάστηση. Έκανα ακόμη τρία βήματα προς τον βράχο και στο επόμενο εφτά πέρδικες πετάχτηκαν, αναγκαστικά με κατακόρυφο σήκωμα… Βούτυρο στο ψωμί του κάθε κυνηγού τέτοιες τουφεκιές. Δύο έμειναν στο σημείο και η τρίτη θα θυμάται την τύχη της. Ακολούθησαν τα εθιμοτυπικά χάδια και όταν ακούμπησαν με τα πόδια στο γιλέκο, είδα ματωμένα τα πέλματα στα σκυλιά μου. Δεν είχαν σκίσιμο, αλλά ήταν ένα κλικ πριν…

Εκείνη την στιγμή αναθεμάτισα κυνήγι και θαλασσοπέρδικες. Έπιασα ένα σκιερό και περίμενα την ειδοποίηση για επιστροφή. Δεν είπα τίποτα γιατί δεν ήθελα να χαλάσω το κυνήγι κανενός. 

Περασμένες 4 ανταμώσαμε πάνω στο πλάτωμα και ξεκινήσαμε την κάθοδο στην θάλασσα. Στη θέα των σκυλιών μου τα παιδιά στεναχωρήθηκαν ίσως περισσότερο από εμένα. 

Τα δικά τους είναι συνηθισμένα και τραυματισμούς σε πέλματα έχουν πάψει να βλέπουν. Δεν με άφησαν να πάρω στο σβέρκο κανένα. Τα πήραν από ένα αγκαλιά και παραμάσχαλα Στέλιος και Ζαχαρίας. Στα μισά βοήθησαν οι υπόλοιποι και εγώ κρατούσα στον ώμο τα όπλα τους. 

Επιστρέφοντας τα ντόπια γιατροσόφια έκαναν θαύματα.  Επάλειψη στην αρχή με μια άσπρη κρέμα, μετά συχνότερες με βοτανόλαδο και τα σκυλιά το βράδυ, έστω και δύσκολα έστεκαν όρθια. 

Μόνο τότε επανήλθε το κέφι και η διάθεση να αναλύσουμε την κυνηγετική μας εξόρμηση. Και το κάναμε κάτω από την κληματαριά, γύρω από το τσιμεντένιο τραπέζι, συντροφιά με ουζάκι, χταπόδι, τηγανιτή παλαμίδα σε φέτες και τα σκυλιά μου απόλυτα ανακουφισμένα από τους πόνους, χορτάτα και ξαπλωμένα στο πλακόστρωτο, ανάμεσα στα πόδια μου και το πηγάδι. 

Όλα μπορεί κάποτε να τα ξεχάσω. Αυτό όμως που θα θυμάμαι πάντα είναι εκείνο το ταψί με τις λεμονάτες πέρδικες που μας μαγείρεψε το μεσημέρι η πάντα χαμογελαστή Φιλίτσα. Όχι οκτώ, δεκαοκτώ να ήταν και πάλι δεν θα έμενε τίποτα.

Ακολουθήστε το kynigesia.gr στο Google News.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Το χιούμορ στο κυνήγι: Άδραξε αυτό που μπορείς

Το χιούμορ στο κυνήγι: Άδραξε αυτό που μπορείς Γεροντοπαλίκαρο ο Μιχάλης, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, κάτι παραπάνω από 50 ετών, απόφοιτος της Παντείου και...
spot_img

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ