«Το κυνήγι σε βρίσκει, δεν το βρίσκεις», μου είχε πει κάποτε ένας φίλος. Και δεν είχε άδικο. Πολλές φορές πήγα προετοιμασμένος για τη μπεκάτσα, αλλά δεν «ταίριαξε» το ραντεβού.
Με βρήκε όμως αυτή όταν το θέλησε. Με βρήκε αποκαμωμένο και απογοητευμένο από την απουσία της. Με βρήκε ταπεινωμένο από τη διάψευση των «θεωριών» μου. Με βρήκε μεστωμένο και ώριμο να δεχτώ μιαν αλήθεια: τους όρους του κυνηγιού της τους καθορίζει η ίδια.
Πέρασα κάμποσα χρόνια προσπαθώντας να τη «νικήσω» σε κινήσεις που έμοιαζαν με μια παρτίδα σκάκι. Ο εγωισμός μου δεν ήθελε ποτέ να παραδεχτεί ότι η μπεκάτσα έχει τις ικανότητες να βρίσκεται πάντα πιο μπροστά. Δεν μπορεί έλεγα μέσα μου, θα καταφέρω να διαβάσω τα δεδομένα και να αποκρυπτογραφήσω τον «κώδικά» της.
Ο καιρός, ο χιονιάς και η υγρασία, ο άνεμος… στοιχεία σε μια πολυπαραγοντική εξίσωση, φτιαγμένη για όσους ξέρουν καλά… μαθηματικά! Τα έβαζα συνέχεια κάτω και δεν μου έβγαιναν, γιατί δυστυχώς (ή ευτυχώς) η κυρία του δάσους κυνηγιέται περισσότερο με την καρδιά, παρά με το μυαλό.
Κι αφού ο πονοκέφαλος της λογικής δεν με οδήγησε εκεί που ήθελα, χαλάρωσα κι άφησα τη βασίλισσα να με οδηγήσει στα μονοπάτια της. Τότε κατάλαβα ότι το κυνήγι της είναι αλλού κι άρχισα να απολαμβάνω τις περιπλανήσεις σε κάθε πλαγιά και κάθε κορφή, τη χειμωνιάτικη βροχή και τα βαριά σύννεφα, την ποιντερίσια φέρμα στο πωγωνίσιο ντούσκο! Όλα τ’ άλλα ήρθαν μόνα τους…
Διαβάστε επίσης: