Είναι ωραίο να κοιτάς μπροστά και να οραματίζεσαι, αλλά για να το κάνεις σωστά χρειάζεται να γυρνάς που και που πίσω, να θυμάσαι πώς ξεκίνησαν όλα. Δεκαοχτώ – δεκαεννιά χρονών πιτσιρίκια ήμασταν, που μόλις είχαν βγάλει άδεια κυνηγίου και δίπλωμα οδήγησης, και η πρώτη μας έγνοια ήταν να ανεβούμε στο βουνό.
Το μεταφορικό μας μέσο ήταν ένα «σκυλίσιο» Nissan micra αγορασμένο δεύτερο χέρι και ο κυνηγετικός μας «εξοπλισμός» περιορίζονταν στα απαραίτητα. Μη φαντάζεστε ακριβά ορειβατικά και πολυτέλειες: αθλητικά στα πόδια, από ρούχα ό,τι περίσσευε, αγκαλιά το πόιντερ και δρόμο…
Πλάνο δεν έβγαινε. Ξεκινούσες το κυνήγι και ότι προκύψει. Κανείς δεν μας περίμενε, υποχρεώσεις δεν είχαμε (κι αν είχαμε ξέραμε να τις αναβάλλουμε), οπότε νύχτα φεύγαμε από το σπίτι, νύχτα γυρίζαμε.
Περπάτημα ατέλειωτο, προμήθειες μαζί δεν κουβαλούσαμε (συνήθως ψάχναμε να βρούμε νερό μόλις διψούσαμε). Δεν είναι ότι θέλαμε να ταλαιπωρούμαστε, αλλά τα νιάτα δε θέλουν να πλήττουν. Η λεπτομερής οργάνωση του πώς, πότε και πού, ήταν αυτό που απεχθανόμασταν όσο τίποτε άλλο, τις αποφάσεις τις παίρναμε «στο γόνατο». Οι κυνηγότοποι ήταν για μας ένα ταξίδι στο άγνωστο κι έτσι θέλαμε να παραμείνει. Θα πει κάποιος, μήπως τώρα τους μάθαμε; Όχι, με τίποτα, αλλά το κακό είναι ότι νομίζουμε πως τους μάθαμε.
Θεωρίες, στάνταρ, προϋποθέσεις και πρέπει δεν τα ξέραμε, γι’ αυτό και δεν μας περιόριζαν. Ψάχναμε άνετα χωρίς ενδοιασμούς, γυροφέρναμε και ζούσαμε. Τότε είχαμε λιγότερες εμπειρίες και περισσότερη τρέλα (και πιο πυκνά μαλλιά). Γεμίζαμε τα άλμπουμ με χάρτινες φωτογραφίες, αλλά δυστυχώς χάσαμε τα αρνητικά των παλιών φιλμ, ευτυχώς ξεχάσαμε τα «αρνητικά» της ζωής μας που πέρασαν και κρατήσαμε μόνο τα ωραία…