Η λεύκα στέκεται εκεί, λίγο πριν φθάσεις στο χωριό. Οι εποχές περνούν από πάνω της και η καθεμιά την αλλάζει.
Πρασινισμένη και πλούσια η φυλλωσιά της το Καλοκαίρι, κοκκινισμένα και κιτρινωπά τα φύλλα της το φθινόπωρο, γυμνά τα κλαριά τον Χειμώνα.
Συκοφάγοι και τσαλαπετεινοί στην πυκνούρα της με τη ζέστη. Τζουλμάνια, σπουργίτια και άλλα μικροπούλια ξεκουράζονται στα κλαδιά της. Κι αργότερα με το κρύο οι γουμαροτσώνες πιάνουν στην κορφή, ενώ στο απογευματινό μούσγκωμα όλο και κάποια μπεκάτσα θα περάσει βιαστική πίσω της, με φόντο τον ψυχρό ουρανό.
Το βοριαδάκι τσιμπάει και η λεύκα ετοιμάζεται για την παγωνιά. Έχει τινάξει από πάνω της κάθε φύλλο και στράγγισε το αίμα της για να αντέξει το ξερόπαγο. Πρέπει να σκληρύνεις για να βγάλεις τον χιονιά.
Κλείνει ο καιρός όταν πέφτει η ασπρίλα, βαραίνει η συννεφιά. Γυαλίζει ο πάγος στον κρύο ήλιο την επόμενη μέρα. Λιώνει και σταλάζει καθώς μαλακώνει ο καιρός.
Οι λακκούβες στη ρίζα της γεμίζουν νερό. Στην επιφάνειά τους καθρεφτίζονται τα σύννεφα που ταξιδεύουν στον ατέλειωτο ουρανό. Το πέρασμά τους είναι σαν τη θύμηση. Το πέρασμα των προσώπων και των πραγμάτων, το ταξίδι της ζωής, μια ιστορία που ξεκινά και τελειώνει κάθε μέρα.
Η λεύκα στέκεται εκεί, λίγο πριν φτάσεις στο χωριό, δε θυμάμαι πόσα χρόνια. Αλλά οι εποχές που περνούν από πάνω της αφήνουν η καθεμιά το στίγμα τους στη θωριά της. Το σκαρί της γέρνει με το πέρασμα του καιρού, το ξύλο ρυτιδιάζει. Ο καιρός όμως αλήθεια περνά;
Μάλλον ο καιρός στέκεται, εμείς περνούμε. Kαι περνώντας καθρεφτίζουμε τη σκιά μας στο νερό μιας φθινοπωρινής λακκούβας, καθώς πίσω μας τα σύννεφα ταξιδεύουν. Ο κύκλος των εποχών, το ταξίδι της ζωής, μια ιστορία που ξεκινά και τελειώνει κάθε μέρα…